Πρόλογος
Πόλοι γονείς αγοράζουν
παιχνίδια στα παιδία
τους χωρίς να
ξέρουν αν είναι
επικίνδυνα για αυτά
π.χ. μπορεί να
τα καταπιούν και
εστί να οδηγηθούν
σε πνιγμό . Για αυτό είναι καλό
η γονείς να αγοράζουν
συγκεκριμένα παιχνίδια για
τα παιδία τους ,επίσης είναι καλό
να αγοράζουν παιχνίδια
της αρέσκειας τον
παιδιών για να
μην δημιουργήσουν ψυχολογικά
προβλήματα στο μέλλον
ΑΜΠΑΡΙΖΑ
Τα
ομαδικά, όπως την αμπάριζα δεν θα καταφέρουν ποτέ να την δώσουν οι βιοτεχνίες στα
παιδιά, γιατί είναι αυτοσχεδιασμοί της στιγμής και διαφορά πνευματικού επιπέδου
των παιδιών. Πως λοιπόν μπορούν όλα αυτά να
σουμαριστούν και να μας τα δώσουν σε ένα εμπορικό παιχνίδι;
Στο
κάτω κάτω , την ώρα που το έπαιζαν τα παιδιά κάποιου η μάνα θα φώναζε, κάποιος
στραβωνότανε από σκουπίδια, κάποιον τον τσίμπαγε μια σφήγκα και τόσα άλλα
απρόοπτα. Αυτά είχαν την νοστιμιά του παιχνιδιού που δεν μπορεί να την φέρει
ένα εμπορικό παιχνίδι.
Ποιος λοιπόν μπορεί να συμπληρώσει αυτά τα απρόοπτα
Στην
Ανδρούσα ήταν κάποιος γεράκος, που από όσα έλεγε καταλαβαίνουμε ότι ήταν
αγράμματος, πλην όμως είχε συναίσθηση της πράξεώς του, που διέκοπτε την
οικογενειακή γαλήνη και για να είναι ευπρόσδεκτος, χρησιμοποιούσε, αντί για το
χτύπημα κουδουνιού που έχουμε σήμερα, διάφορα κόλπα.
Άρχιζε μπαίνοντας στο σπίτι.
Σ';
ένα κοψόκωλο τηγάνι
κάναν οι Τούρκοι μαραζάνι.
Τα
κοψίδια πέφτανε και
το ζουμί κρατιώτανε.
Καλησπέρα σας.
Έπαιρνε κάποιο σκαμνί ή καρέκλα και καθότανε ανάμεσα στους άλλους.
Με αυτό το τραγούδι, τους έκανε να γελάσουν, να αλλάξουν σκέψη και να τον
καλωσωρίσουν.
Και να μην ήθελε κάποιος να γελάσει με το «μαραζάνι» που τους έλεγε, ενώ ήταν
Ραμαζάνι, [τούρκικη γιορτή] γελούσε που δεν έλεγε ο γέρος σωστά τη λέξη.
Τα κοψίδια από το κρέας «πέφτανε» και το ζουμί κρατιώτανε. Τούτο έχει την
έννοια που έλεγαν.
Τούτος κουβαλάει νερό με το καλάθι.
Τα κοψίδια δεν πέφτανε, εκτός αν το τηγάνι ήταν ξέβαθο, αλλά το ζουμί χυνότανε
αφού το κοψόκωλο τηγάνι που δεν είχε και χερούλι ήταν τρύπιο.
Έτσι χωρίς καμία εξήγηση από καμία πλευρά, συνεχιζόταν η συζήτηση σαν να μη
συνέβαινε τίποτα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Το παιχνίδι αυτό το παίζαμε βάζοντας ένα πιτσιρίκι στον ώμο
και γυρίζοντάς το προς κάθε κατεύθυνση ειδοποιούσαμε τους περαστικούς ότι το
πουλάγαμε. Το «πουλάω ένα αρνάκι» ήταν συνθηματικό και το
γνώριζαν όλοι.
Προέκυψε από τις πιο κάτω συνθήκες.
Κάποιος πατέρας που είχε πολλά
παιδιά, δυσκολευόταν να βρεί κουμπάρους να του τα βαφτίσουν όλα. Ετσι έφτανε σε
σημείο απελπισίας να πηγαίνει σε ένα σταυροδρόμι, κοντά σε κάποια εκκλησία ή
μοναστήρι.
Κάνοντας το πιο πάνω με το παιδί
στο σβέρκο και λέγοντας τα λόγια:
πουλάω ένα αρνάκι,
πουλάω ένα αρνάκι
Ειδοποιούσε τους περαστικούς ότι το παιδί προσφέρεται για
βάφτιση. Οποιος τώρα ήθελε να το βαφτίσει έδινε συμβολικά ας πουμε μία δραχμή ότι το αγοράζει.
Μετά πήγαιναν στην εκκλησία το
βάπτιζαν, γνωρίζονταν και από εκείνη τη στιγμή γίνονταν φίλοι και συγγενείς.
Στην ίδια περίπτωση αν κάποιος δεν
το είχε πουλήσει στη διασταύρωση, το άφηνε μπροστά στις εικόνες των Αγίων. Εκεί
έστω και κατά λάθος αν κάποιος ακουμπούσε στο παιδί, ήταν υποχρεωμένος να το
βαπτίσει.
Επειδή και στις δύο περιπτώσεις το παιδί ήταν «πουλημένο»
δηλαδή ταγμένο στο Θεόν έπαιρνε στο επίθετό του το πρόσθεμα πούλος δηλαδή
πουλημένος. Ενας που θα βαφτιζόταν Αλέξης, μετά θα λεγόταν Αλεξόπουλος. Εάν δεν
έπαιρνε άλλο επίθετο το πούλος καταντούσε παρατσούκλι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Το σχοινάκι
Παιζόταν όπως και σήμερα. Το γυρίζουν δύο παιδιά και πηδούν μέσα ένα ή
περισσότερα παιδιά. Το μοναχικό σχοινάκι
παίζεται από ένα παιδί, το οποίο γυρίζει το σκοινί γύρω από τον εαυτό του πηδώντας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Η σβούρα
Στο κεφάλι της σβούρας έκαναν με γύρισμα
του σπάγγου τη θηλιά. Έφερναν το σπάγγο
προς τα κάτω, αφού έκαναν μία στροφή επάνω στην μύτη της σβούρας. Τυλίγανε τον σπάγγο επάνω στη σβούρα έως ότου
σκεπαστεί ολόκληρη, κρατώντας όμως με το δείκτη την άκρη του σπάγγου. Πετούσαν τη σβούρα τιναχτά προς τη γη,
τραβώντας απότομα το σπάγγο. Η σβούρα
περιστρεφόταν και όσο πιο πολύ γύριζε, τόσο το καλύτερο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Η τραμπάλα
Επάνω σε μεγάλη πέτρα ζυγιάζανε ένα
μακρύ ξύλο και στη κάθε άκρη του καβαλούσαν ένα ή δύο παιδιά και τραμπαλίζονταν (ανεβοκατέβαιναν).