ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ
To ραδιόφωνο είναι η συσκευή που λαμβάνει τις εκπομπές ραδιοφωνικών σταθμών. Τα ραδιοφωνικά κύματα εκπέμπονται από τον πομπό και φτάνουν στον δέκτη (δηλαδή το ραδιόφωνο). Τα κύματα αυτά αποκωδικοποιούνται από τη συσκευή και μετατρέπονται σε ηλεκτρικό ρεύμα και στην συνέχεια σε ήχο, που είναι και το τελικό αποτέλεσμα του ραδιοφώνου. Ραδιοφωνία, επίσης, θεωρείται και όλη η διαδικασία εκπομπής και λήψης ραδιοκυμάτων.
Μπορούμε
να διακρίνουμε τα ακόλουθα είδη ραδιοφώνου:
Πριν από εκατό περίπου χρόνια, το 1895, ο πατέρας του
ραδιοφώνου Γουλιέλμος Μαρκόνι κατόρθωσε να μεταδώσει
ηχητικά σήματα Μορς διαμέσου ερτζιανών κυμάτων. Οι
επιτυχίες του Μαρκόνι και άλλων ερευνητών όπως του Ρέτζιναλντ Φέσεντεν
(Reginald Fessenden) και του Λη ντε Φόρεστ (Lee de Forest) αποτελούν την
απαρχή της ανάπτυξης της ραδιοφωνίας. Η ραδιοφωνία, η οποία συνίσταται στη
μετάδοση ομιλιών, μουσικής και λόγου σε μεγάλες αποστάσεις χωρίς τη μεσολάβηση
αγωγών, αλλά με ηλεκτρομαγνητικά κύματα, και στη λήψη τους από ειδικούς δέκτες,
αποτελεί πρακτική εφαρμογή της εφεύρεσης των ηλεκτρονικών λυχνιών. Άρχισε να
αναπτύσσεται τη δεκαετία του 1910 στις ΗΠΑ.
Γύρω
στα 1873
ο Μάξγουελ πρότεινε την θεωρία του ηλεκτρομαγνητισμού, σύμφωνα με την οποία ένα
ηλεκτρομαγνητικό κύμα μπορεί να μεταδοθεί χωρίς να μεσολαβεί κάποιο φυσικό
μέσο. Το 1883
ο Χερτς (Hertz) επαλήθευσε τη θεωρία του Μάξγουελ για τον ηλεκτρομαγνητισμό και
ανακάλυψε τα ραδιοκύματα. Γύρω στα 1897, ο Μαρκόνι επαληθεύει
τα πειράματα του Χερτς και καταφέρνει να στείλει ασύρματο σήμα σε απόσταση 3km.
Με τη συσκευή αυτή ο Ιταλός Μαρκόνι πηγαίνει στην Αγγλία - που ήταν η μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της εποχής - και
ιδρύει την εταιρεία 'Marconi Wireless telegraph', η οποία προσφέρει υπηρεσίες
στη ναυσιπλοΐα. Τα ραδιοκύματά του δεν μετέδιδαν φωνή αλλά σήματα Μορς.
Ήταν
τα Χριστούγεννα του 1906
στην Νέα Υόρκη όταν ο Φάσεντεν μετέδωσε για πρώτη
φορά φωνή και μουσική μέσω ραδιοκυμάτων. Αργότερα ήρθε ο ντε Φορέ για να
εφεύρει την ηλεκτρονική λυχνία, η οποία ήταν η μόνη "μορφή"
ραδιοφώνου για τα επόμενα 50-60 χρόνια. Μέχρι τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο το ραδιόφωνο είναι ένα
μέσο χρησιμοποιούμενο σε ερασιτεχνική βάση και δεν είναι καθόλου ανεπτυγμένο
ούτε διαδεδομένο.
Σταθμός στην ιστορία του ραδιοφώνου αποτελεί η
έμπνευση ενός Αμερικανού, του Φρανκ Κόνραντ (Frank Conrad), ο οποίος εργαζόταν
ως μηχανικός και ερασιτεχνικά ασχολείτο με το ραδιόφωνο και τον αθλητισμό. Ο
Κόνραντ τυχαία "βγήκε στον αέρα" με το ραδιόφωνο για να μεταδώσει τα
αποτελέσματα των αγώνων. Απέκτησε φανατικό κοινό. Ήταν τότε που μεταδόθηκε και
η πρώτη ραδιοφωνική διαφήμιση, ενός καταστήματος στη γειτονιά του Κόνραντ. Την
εκπομπή του Κόνραντ, που ουσιαστικά θεωρείται ο πατέρας του ραδιοφώνου, πήρε η
εταιρεία Westinghouse, την υποστήριξε τεχνικά και την επαύξησε. Στις 20 Νοεμβρίου 1920 λειτούργησε ο πρώτος
ραδιοφωνικός σταθμός, ο K.D.K.A., που λειτουργεί ακόμη και σήμερα. Το 1926 εμφανίζεται στην
αγορά ραδιοφωνικός δέκτης αρκετά εύχρηστος, ποιοτικός και φθηνός. Από τότε το
ραδιόφωνο κατακτά πολύ ευρύ κοινό. Στην πορεία εμφανίζεται και η σύσταση
σχετικής νομοθεσίας για την οργάνωση τόσο των σταθμών όσο και των συχνοτήτων
εκπομπής. Η εδραίωση, όμως, του ραδιοφώνου έρχεται μετά το 1930. Σε αυτή την περίοδο
δημιουργείται το καλά οργανωμένο δίκτυο σταθμών (κρατικών και ιδιωτικών) τόσο
στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη.
Κατά
τη διάρκεια του Β' παγκοσμίου πολέμου το ραδιόφωνο και ο
Τύπος γίνονται δύο μέσα ανταγωνιστικά μεταξύ τους, γιατί το ραδιόφωνο αποκτά
μεγάλο ειδησεογραφικό περιεχόμενο. Η λήξη του Μεγάλου Πολέμου φέρνει το
ραδιόφωνο στην αρχική του ιδιότητα και γίνεται ξανά ένα μέσο κυρίως ψυχαγωγικό.
Στα τέλη της δεκαετίας του '40 με αρχές της δεκαετίας του '50 το ραδιόφωνο
αποκτά ένα νέο ανταγωνιστή, την τηλεόραση η οποία έχει στα χέρια της ένα πολύ
δυνατό όπλο έναντι του ραδιοφώνου, την εικόνα. Η ακροαματικότητα του ραδιοφώνου
πέφτει κατακόρυφα και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί ψάχνουν λύσεις. Η λύση έρχεται το
'50-'60 και την εμφάνιση της δημοφιλέστατης μουσικής Rock 'n Roll. Η κρίση
ξεπερνιέται και το ραδιόφωνο καθιερώνεται ως αποκλειστικά ψυχαγωγικό-μουσικό
μέσο.
Τη
δεκαετία του '60 αμφισβητείται στην Ευρώπη το κρατικό ραδιόφωνο, γιατί δεν μετέδιδε Ροκ μουσική
και απορρίπτεται από τη νεολαία της εποχής. Εμφανίζεται η Πειρατική Ραδιοφωνία
με πρωτοπόρο το Radio Caroline στην Αγγλία, το οποίο εκπέμπει από ένα μικρό πλοίο έξω από τα
χωρικά ύδατα της Αγγλίας και μεταδίδει μόνο Rock. Η ακροαματικότητά
του είναι τόσο υψηλή, που απειλεί το BBC. Ακολουθεί ευρεία διάδοση αυτού του
τύπου ραδιοφωνίας σε όλη την Ευρώπη.
Μετά
από αυτό ακολουθεί η απορρύθμιση (Deregulation) της δεκαετίας του '70 και
ουσιαστικά το ραδιόφωνο εισέρχεται στην τελευταία φάση της ωριμότητάς του. Τις
λυχνίες αντικαθιστούν τα μικρά τρανζίστορ. Το ραδιόφωνο και το κασετόφωνο συνδυάζονται σε μια
συσκευή. Η ραδιομετάδοση εμφανίζεται την περίοδο 1921-1922 σχεδόν συγχρόνως σε
όλα τα βιομηχανικά κράτη. Γεννιέται από τις αλλαγές της τεχνολογίας των
ραδιοεπικοινωνιών και από την ανάγκη των μεγάλων εταιρειών ραδιοηλεκτρικού
υλικού, που αύξησαν κατακόρυφα την παραγωγή τους κατά τη διάρκεια του πολέμου,
να ανοιχτούν προς την ιδιωτική αγορά, ακόμη και αν ορισμένοι από τους
μεγαλύτερους ομίλους, στις ΗΠΑ
κυρίως, αντιλαμβάνονται με καθυστέρηση την σημασία της ραδιομετάδοσης.
Στις αρχές του 1920 η μη επαγγελματική
χρήση της ασύρματης επικοινωνίας περιορίζεται σε μερικούς ερασιτέχνες, που
επικοινωνούν μεταξύ τους στα στενά περιθώρια που τους επιτρέπουν οι
στρατιωτικές αρχές, οι οποίες δεν δείχνουν να ανησυχούν από την ανάπτυξη ενός
μη ελεγχόμενου συστήματος διαπροσωπικής επικοινωνίας, ενώ παράλληλα
ενθουσιάζονται με την νέα τεχνική, καλλιεργώντας έτσι μια θετική εικόνα του
νέου μέσου. Λίγο πριν από τον πόλεμο, η ραδιοεπικοινωνία στρέφεται προς το
μοντέλο της ραδιομετάδοσης. Πριν από το 1914 δημιουργούνται σε
όλες τις χώρες πειραματικές ραδιοφωνικές εκπομπές. Στις ΗΠΑ
φοιτητές αρχίζουν να μεταδίδουν δελτία ειδήσεων και μουσικά προγράμματα. Στο Βέλγιο αναμεταδίδουν μια συναυλία κλασικής μουσικής. Ο
εφευρέτης Λι Ντε Φορέ, προσεγγίζοντας ένα βιομηχανικό σχέδιο, το οποίο δεν θα
καταφέρει όμως να φέρει σε πέρας μόνος του, οργανώνει το 1908 τη μετάδοση μιας
συναυλίας από τον Πύργο του Άιφελ και, το 1910, την αναμετάδοση μιας
παράστασης με τον Καρούζο από τη Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης. Αλλά ο Λι ντε Φορέ παραγκωνίζεται
από τις μεγάλες αμερικανικές βιομηχανικές εταιρείες, που δεν θέλουν να τον
ανταμείψουν για τις ευρεσιτεχνίες του, με αποτέλεσμα αυτοί οι πειραματισμοί να
μην έχουν συνέχεια. Στη Γαλλία οι μόνες τακτικές εκπομπές είναι η ενημέρωση για την
ώρα, που από το 1910
μεταδίδεται δύο φορές την ημέρα από τον Πύργο του Άιφελ, τα δελτία καιρού και
το χρηματιστήριο. Όλες αυτές οι εκπομπές διακόπτονται, όμως, κατά τη διάρκεια
του πολέμου από τις στρατιωτικές αρχές.
Το συμβατικό ραδιόφωνο περιλαμβάνει δύο κατηγορίες τρόπου μετάδοσης τα AM (διαμόρφωση κατά πλάτος) και τα FM (διαμόρφωση κατά συχνότητα). Στις συχνότητες αυτές χρησιμοποιούνται συγκεκριμένα μήκη κύματος ανάλογα με το σκοπό (π.χ. οι κοινοί ραδιοσταθμοί εκπέμπουν στις συχνότητες FM 88-108). Άλλες συχνότητες χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς όπως π.χ. από την Αστυνομία και την Πυροσβεστική Υπηρεσία. Εκτός από το συμβατικό ραδιόφωνο υπάρχει και το ραδιόφωνο του Διαδικτύου, που εκπέμπει "stream audio" (δηλαδή επιφορτώνεται το αρχείο σε πραγματικό χρόνο, ο ήχος φορτώνεται εκείνη την στιγμή που παίζει) και, τέλος, το Podcasting που εκπέμπει μαγνητοφωνημένα.
Στην
Ελλάδα ήδη από το 1923 άρχισε μια προσπάθεια εγκατάστασης ραδιοφωνικού πομπού.
Οι πειραματισμοί κράτησαν αρκετά χρόνια. Ο πρώτος ραδιοφωνικός σταθμός εξέπεμψε
στη Θεσσαλονίκη με ιδιωτική πρωτοβουλία από το ραδιοηλεκτρολόγο Χρίστο
Τσιγγιρίδη το 1926 και 20 ολόκληρα χρόνια λειτούργησε στην πόλη, μεταδίδοντας
τακτικά εκπομπή-εκπομπές. Ο πρώτος όμως εθνικός ραδιοφωνικός σταθμός ιδρύθηκε
και λειτούργησε στην περιοχή των Αθηνών, αφού στις 25 Μαρτίου του 1938
εγκαινιάστηκε από τον τότε βασιλιά Γεώργιο Β΄, ενώ το 1945 ιδρύθηκε το Εθνικό
Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (Ε.Ι.Ρ.) που ανέλαβε την ευθύνη λειτουργίας του σταθμού.
Αμέσως μετά την απελευθέρωση άρχισαν να ιδρύονται κι άλλοι σταθμοί σε διάφορες
πόλεις της χώρας που υπάγονταν στη δικαιοδοσία του Ε.Ι.Ρ., καθώς και πολλοί
στρατιωτικοί σταθμοί, υπό τη δικαιοδοσία των ενόπλων δυνάμεων (ΥΕΝΕΔ). Από τα
τέλη της δεκαετίας του '70, αρχικά η μπάντα των μεσαίων και στη συνέχεια η ζώνη
των FM κατακλύζεται από εκατοντάδες ερασιτέχνες (οι επονομαζόμενοι και
"πειρατές"), που εκπέμπουν πολυποίκιλα προγράμματα, αμφισβητώντας
ανοιχτά το ραδιοφωνικό μονοπώλιο της κρατικής ραδιοφωνίας. Ραδιοσταθμό
κατασκεύασαν, επίσης, οι φοιτητές του ΕΜΠ κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του
Πολυτεχνείου κατά της Χούντας το 1973.
Στα πλαίσια τη γενικής εκσυγχρονιστικής προσπάθειας και προσαρμογής των δομών στις προδιαγραφές της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, την τελευταία εικοσαετία μόλις, εκσυγχρονίστηκε και ο θεσμός της ραδιοφωνίας. Με το νόμο 1730/1987 ιδρύθηκε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου για τη ραδιοφωνία και την τηλεόραση, που λειτουργεί με τη μορφή ανώνυμης εταιρίας με έδρα την Αθήνα. Με την Υπουργική απόφαση 14631/Ζ2/2691/29.5.87 καθορίστηκαν οι προϋποθέσεις και οι όροι ίδρυσης ραδιοσταθμών τοπικής ισχύος, από Δήμους και κοινότητες. Τέλος με το προεδρικό διάταγμα 25/1988 έχουμε την "απελευθέρωση" της ιδιωτικής ραδιοφωνίας, καθώς τέθηκαν οι όροι ίδρυσης τοπικών ραδιοφωνικών σταθμών και από φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Σήμερα η κατανομή των ραδιοφωνικών συχνοτήτων γίνεται από το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο (ΕΣΡ).
Στις
θεατρικές αίθουσες παρατηρείται όξυνση και των δύο αισθήσεων, δηλαδή της όρασης και της ακοής του κοινού. Το οπτικό και ακουστικό
πεδίο του κοινού περιορίζεται αφενός στις κινήσεις των ηθοποιών και αφετέρου
στους διαλόγους και τη μουσική του έργου. Μέσα από την οπτική εικόνα και τον
φυσικό ή τεχνητό ήχο, το κοινό περνά από όλα τα στάδια της αριστοτελικής
τραγωδίας μέχρι να επέλθει η κάθαρση. Σε αυτή την περίπτωση η εικόνα
σημασιοδοτεί τον ήχο και αντίστροφα, π.χ. ο βηματισμός σ' ένα δωμάτιο
προσδιορίζει έναν άνθρωπο που μετακινείται μέσα σ' αυτό, ενώ παράλληλα
φανερώνει αν αυτός είναι μοναχικός ή σκεφτικός. Το κοινό στις θεατρικές
αίθουσες (όπως και ο τηλεθεατής) καταλαβαίνει αμέσως περί τίνος πρόκειται, αφού
έχει μπροστά του και οπτική εικόνα, οπότε ο ήχος του βηματισμού προσδιορίζεται
άμεσα από την κινησιολογία και την έκφραση του ηθοποιού. Στο ραδιόφωνο, όμως,
έχουμε ένα "αόρατο" θέατρο. Εδώ το κοινό πρέπει να χρησιμοποιήσει όσο
το δυνατό πιο προσεκτικά την αίσθηση της ακοής. Το αυτί λειτουργεί τώρα όπως
λειτουργεί το μάτι στο κανονικό θέατρο ή στην τηλεόραση, καθώς καλείται να
κατανοήσει τον ήχο για να δημιουργήσει μετά την εικόνα. Ο ήχος, αφού δεν μπορεί
να σημασιοδοτηθεί από την εικόνα, παρά μόνο από τους διαλόγους ή την αφήγηση
των ηθοποιών, (για παράδειγμα ο βηματισμός ενός ανθρώπου σημασιοδοτείται από
τον ήχο των βημάτων και την πιθανή ατάκα "άραγε, θα γίνει ή όχι;", η
οποία λέγεται με ένα συγκεκριμένο ύφος), καλεί τον ακροατή να δημιουργήσει μια
εικόνα ήχων μέσω του ακούσματος.
Το θετικό, φυσικά, στο ραδιόφωνο είναι ότι αφήνει
τη φαντασία του ακροατή να απεικονίσει όπως αυτός θέλει τους ήρωες του έργου. Ο
Άντριου Κρισέλ αναφέρει στο βιβλίο του "Η Γλώσσα του Ραδιοφώνου", ότι
στο κανονικό θέατρο ο θεατής μπορεί να απεικονίσει στο μυαλό του όσα συμβαίνουν
ή αναφέρονται εκτός σκηνής, αλλά αυτό που του δείχνεται επί σκηνής αφήνει
ελάχιστη ελευθερία στη φαντασία. Αντίθετα, ο ακροατής του ραδιοφωνικού θεάτρου
φαντάζεται τη φυσιογνωμία των ηρώων, την ενδυμασία τους, όπως αυτός επιθυμεί. Ο
Κρισέλ επισημαίνει στο ραδιοφωνικό ακροατή την κατάργηση της συμβατικής
διάκρισης ανάμεσα σε ηθοποιούς που ερμηνεύουν κάποιο ρόλο και στο κοινό που
κάθεται ξεχωριστά και παρακολουθεί. Τούτο έχει να κάνει με το γεγονός ότι
παρόλο που οι λέξεις εκφέρονται από ηθοποιούς που βρίσκονται μακριά από τον
ακροατή, μοιάζουν να είναι πιο "κοντά" στον ακροατή από ό,τι
συμβαίνει στο συμβατικό θέατρο. Εισβάλλουν οι λέξεις στον ιδιωτικό χώρο του
ακροατή και τον αναγκάζουν να εκτελέσει κάποιες λειτουργίες που θα εκτελούνταν επί
σκηνής. Εκείνος πλάθει με τη φαντασία του την εμφάνιση, τις κινήσεις ενός ήρωα,
στον ίδιο ή και μεγαλύτερο βαθμό από τον ηθοποιό που υποδύεται το ρόλο.
Κατασκευάζει μόνος του τα σκηνικά, συγχωνεύει στο μυαλό του τη σκηνή με το
κοινό, παίζει το έργο στο μυαλό του.Έτσι, στο ραδιοφωνικό θέατρο η ακοή
μεταμορφώνεται σε όραση, αφήνοντας τη φαντασία μας να παίξει το δικό της θέατρο
με τα δικά της σκηνικά και τις δικές της φυσιογνωμίες. Εδώ δεν γίνεται μια
προσπάθεια υποβιβασμού της αξίας του κανονικού θεάτρου, παρά μια μικρή
προσπάθεια σύγκρισής του με τη ραδιοφωνική του εκδοχή, η οποία θα μπορούσε να
χαρακτηριστεί ως παράγοντας εμπλουτισμού της θεατρικής τέχνης, καθώς και ως μια
μεταλλαγή του θεατρικού θεάματος σε
θεατρικό ακρόαμα.
Το
ραδιόφωνο και ο κινηματογράφος χάραξαν για λίγο κοινή πορεία. Και τα δύο αυτά
Μέσα είχαν ιδιαίτερη επιρροή στις μαζικές κοινωνίες του Μεσοπολέμου.
Ενώ
όμως το ραδιόφωνο μπορούσε να εισβάλλει σε κάθε σπίτι με τις άμεσες ειδήσεις
του, οι θεατές του κινηματογράφου μαζεύονταν στις αίθουσες και παρακολουθούσαν
τα επίκαιρα ή «ζουρνάλ». Όσο για την ψυχαγωγία, ο κινηματογράφος είχε το
πλεονέκτημα του υπερθεάματος, κάτι που εξακολουθεί να έχει και στις μέρες μας.
Το ραδιόφωνο προσέφερε το ραδιοφωνικό θέατρο και τις σειρές. Ωστόσο, ο
κινηματογράφος ξέφυγε γρήγορα από την αντιμετώπιση του παραδοσιακού μαζικού
Μέσου και αποτέλεσε μια μορφή τέχνης. Μια τέχνη μπορεί να καταγράψει τις τάσεις
και τις κοινωνικές αξίες μιας εποχής πολύ πιο καθαρά από άλλα ντοκουμέντα, ίσως
και γιατί, σε αντίθεση με εκείνα, περιβάλλεται από το πέπλο της αθανασίας. Με
αυτό το γνώμονα μπορούμε να εξετάσουμε σύντομα το πέρασμα του ραδιοφώνου από
τις κινηματογραφικές ταινίες.
Σκηνή
Πρώτη: Ένας παρουσιαστής ραδιοφωνικής εκπομπής στο Ντένβερ ζητάει από έναν
ακροατή που έχει τηλεφωνήσει να μην κατηγορεί τους Εβραίους για ό,τι κακώς
κείμενο υπάρχει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά το τέλος της εκπομπής, ακροδεξιοί
Αμερικανοί τον ακολουθούν κρυφά στο σπίτι του και τον εκτελούν. Αυτή είναι η
αρχή της ταινίας Betrayed (1988) του Κώστα Γαβρά. Η
σκηνή βασίζεται στην αληθινή δολοφονία του παρουσιαστή Άλαν Μπεργκ (Alan Berg).
Με τη σκηνή που αρχίζει ο Γαβράς, τελειώνει ο Όλιβερ
Στόουν στο Talk Radio της ίδιας χρονιάς. Ο παρουσιαστής Άλαν
Μπεργκ εμφανίζεται ως Μεσσίας των ραδιοκυμάτων, που προσπαθεί να
"σώσει" τους ακροατές του αλλά και την προσωπική του ζωή.
Όσοι
κάνουν εκπομπές με τηλέφωνα ακροατών και έχουν διαφιλονικούμενες απόψεις,
εμφανίζονται αρκετά στο αμερικάνικο σινεμά. Ο ανατρεπτικός Χάουαρντ Στερν (Howard
Stern) παίζει τον εαυτό του στο Private Parts του 1997.
Κατηγορήθηκε
από πολλούς ότι είναι απλώς χυδαίος και θυσιάζει τη στοιχειώδη αισθητική για
την ακροαματικότητα. Στην ταινία τον βλέπουμε να μιλάει στον αέρα για τα
απόκρυφά του σημεία και να προσπαθεί να κάνει ζωντανό ραδιοφωνικό σεξ με μια
ακροάτρια μέσω τηλεφώνου.
Με
την ίδια ένταση, αλλά με εντελώς διαφορετικά κίνητρα, ο Ρόμπιν Ουίλιαμς
εμψύχωνε με rock n' roll τους στρατιώτες στο "Καλημέρα
Βιετνάμ" (1987), θυμίζοντάς τους ότι
σημασία έχει αυτό που τους περιμένει πίσω στο σπίτι τους και όχι εκείνος ο
«βρώμικος» πόλεμος.
Τέλος,
η χρυσή εποχή του ραδιοφώνου παρουσιάζεται στις "Μέρες
Ραδιοφώνου" (1987) του Γούντι Άλεν. Στην
ταινία αυτή, ο μικρός πρωταγωνιστής που αφηγείται την ιστορία, αντιμετωπίζει με
νοσταλγία τις ημέρες εκείνες. Οι ήχοι του ραδιοφώνου διαμόρφωσαν στο μυαλό του
τις εικόνες τις παιδικής του ηλικίας.
Με βάση τις παραπάνω ταινίες, το ραδιόφωνο δεν παρουσιάζεται ως ένα κυρίαρχο μέσο, αλλά ως ένα μέσο με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Πράγματι, η εποχή κυριαρχίας του ραδιοφώνου που περιγράφεται στην ταινία του Γούντι Άλεν έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Το Ραδιόφωνο δεν είναι το «υπεύθυνο για την κατάσταση της κοινωνίας μέσο» (όπως παρουσιάζεται η τηλεόραση), αλλά χαρακτηρίζεται από την ένταση του λόγου και της μουσικής που μεταδίδει, της αμεσότητας, αλλά και της υποβολής. Ο ακροατής πλάθει μόνος του τις εικόνες στο μυαλό του. Το ραδιόφωνο, μας λέει ο κινηματογράφος, μπορεί να γίνει προκλητικό γιατί βασίζεται στη δύναμη του αιχμηρού λόγου. Και ίσως γίνει προσωπική υπόθεση ενός παρουσιαστή / παραγωγού, τόσο, ώστε να του κοστίσει τη ζωή του.
Ακούγοντας
στο ραδιόφωνο μια εκπομπή, δε μπορούμε εύκολα να φανταστούμε την διαδρομή που
κάνει μέχρι να φτάσει σε εμάς. Το σήμα φτάνει στα ραδιόφωνα μας μέσω του
συστήματος ραδιομετάδοσης.
Ένα σύστημα ραδιομετάδοσης αποτελείται από:
Η
μετάδοση του ραδιοφωνικού προγράμματος γίνεται μέσω μιας ειδικής κατηγορίας
κυμάτων που ονομάζονται ραδιοκύματα. Ηλεκτρομαγνητικά κύματα με μήκη κύματος
από
Το
μικρόφωνο είναι συσκευή που μετατρέπει τα ηχητικά κύματα σε ηλεκτρικές
ταλαντώσεις. H χρησιμότητά του είναι μεγάλη γιατί διαμορφώνει τα ηλεκτρικά
σήματα που δέχεται, ανάλογα με την επίδραση των ηχητικών κυμάτων. Οι
διαμορφωμένες ηλεκτρικές ταλαντώσεις μεταφέρονται μέσω σύρματος ή κεραίας και
μπορούν να μετατραπούν στον αρχικό ήχο.
Υπάρχουν
διάφορα είδη μικροφώνων: α) μικρόφωνο
άνθρακ. Το μικρόφωνο άνθρακα αποτελείται από ένα μεταλλικό σώμα μέσα στο
οποίο είναι τοποθετημένο ένα μικρό δοχείο, το οποίο έχει μονωτικές ιδιότητες. Η
λειτουργία του μικροφώνου αυτού έχει σχέση με την μεταβολή της ηλεκτρικής
αντίστασης των κόκκων του άνθρακα, εξαιτίας της μεταβολής της πίεσης που
ασκείται στο διάφραγμα από τα ηχητικά κύματα.
β)
μικρόφωνο ταινίας. Το μικρόφωνο
ταινίας αποτελείται από μια λεπτή πτυχωτή ταινία, συνήθως από αλουμίνιο, η
οποία μπορεί και πάλλεται ελεύθερα μέσα στο ηλεκτρικό πεδίο που δημιουργεί ένας
ισχυρός μαγνήτης. Το μικρόφωνο αυτό έχει κατευθυνόμενη λήψη από δύο αντίθετες
κατευθύνσεις και χρησιμοποιείται για ταυτόχρονη εξυπηρέτηση δύο ομιλητών, λόγω
της καλής του απόκρισης. γ) δυναμικό μικρόφωνο. Το δυναμικό
μικρόφωνο αποτελείται από έναν ισχυρό μόνιμο μαγνήτη κ' ένα πηνίο τοποθετημένο
ανάμεσα στους πόλους του, ώστε να κινείται ελεύθερα. Η λειτουργία του βασίζεται
στο φαινόμενο της επαγωγής: όταν ηχητικά κύματα πέφτουν στο διάφραγμα, το πηνίο
πάλλεται στο πεδίο του μαγνήτη, τέμνονται οι μαγνητικές γραμμές κι εμφανίζεται
στα άκρα του πηνίου επαγωγική τάση. Χρησιμοποιείται κυρίως σε μικροφωνικές
εγκαταστάσεις που απαιτούν ιδιαίτερη πιστότητα. Το μικρόφωνο πήρε την ονομασία
του από τον Ντέιβιντ Χιουζ, ο οποίος επινόησε μια διάταξη μεταφοράς ήχου που
ήταν τόσο ευαίσθητη, που τη θεωρούσε κάτι σαν "μικροσκόπιο ήχου" και
την ονόμασε "μικρόφωνο" (microphone).
δ) Πυκνωτικό μικρόφωνο. Η λειτουργία του στηρίζεται στις μεταβολές χωρητικότητας
ενός ενσωματωμένου πυκνωτή, σύμφωνα με
τις μεταβολές της πίεσης που προκαλούνται από τα ηχητικά κύματα. Είναι ο πλέον
σύγχρονος και αποδοτικός - από άποψη ποιότητας - τύπος μικροφώνου.
Μεγάφωνο είναι η συσκευή που μετατρέπει ηλεκτρικές
ταλαντώσεις σε ήχο. Τα περισσότερα μεγάφωνα διαθέτουν ένα χάρτινο ή πλαστικό
κώνο συνδεδεμένο με ένα κινητό πηνίο. Τα ρεύματα που διαρρέουν το πηνίο
δημιουργούν μαγνητικά πεδία. Αποτέλεσμα είναι η εμφάνιση μιας δύναμης που έλκει και
απωθεί διαδοχικά τον κώνο καθώς αντιστρέφεται η φορά των πεδίων. Ο κώνος απωθεί
και έλκει τον αέρα δημιουργώντας τα ηχητικά κύματα που φτάνουν στα αυτιά μας.
Τα ακουστικά είναι μια ακόμη συσκευή που μετατρέπει
την ηλεκτρική ταλάντωση σε ήχο. Τα ακουστικά είναι χρήσιμα διότι δίνουν την
δυνατότητα να ακούει κανείς μουσική ή κάποια εκπομπή όποια ώρα της ημέρας
επιθυμεί χωρίς να παρενοχλεί όσους είναι γύρω του. Βασίζονται στην ίδια αρχή με
το μεγάφωνο και η χρήση τους προηγήθηκε της χρήσης του μεγαφώνου.
Στο ραδιόφωνο μπορούμε να επιλέξουμε ανάμεσα σε ένα
μεγάλο αριθμό ραδιοφωνικών σταθμών ανάλογα με τι θέλουμε να ακούσουμε. Πώς όμως
γίνεται η επιλογή ενός ραδιοσταθμού; Γίνεται με την χρήση μεταβλητών πυκνωτών,
οι οποίοι, δρώντας ως "φίλτρο" επιτρέπουν την διέλευση ορισμένων
ραδιοφωνικών συχνοτήτων.
Τα σύγχρονα ραδιόφωνα διαθέτουν ένα μεταβλητό πυκνωτή - φίλτρου, με την βοήθεια του οποίου γίνεται η επιλογή σταθμών. Το φίλτρο αυτό συνοδεύεται από ένα σταθερής συχνότητας φίλτρο. Όταν στρέφουμε το κουμπί του ραδιοφώνου μας, το μεταβλητό φίλτρο επιτρέπει την διέλευση τη συχνότητας που έχουμε επιλέξει, απορρίπτοντας τις υπόλοιπες που είναι ανεπιθύμητες.
Στην ανάπτυξη του ραδιοφώνου, ως συσκευής, συνέβαλε
αποφασιστικά η τεχνολογία των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων. Έτσι, σήμερα, είναι
δυνατή η κατασκευή ιδιαίτερα μικρών ραδιοφωνικών δεκτών, τόσο μικρών, μάλιστα,
ώστε να ενσωματώνονται σε συσκευές όπως τα κινητά τηλέφωνα.
Το
ραδιόφωνο παραμένει σημαντικός φορέας τόσο πληροφοριών όσο και μουσικής /
ακροαστικής διασκέδασης και η μόνη εναλλακτική λύση για τους ανθρώπους που
θέλουν να ενημερώνονται ή να διασκεδάζουν, κάνοντας παράλληλα και κάποια άλλη
εργασία, όπως, π.χ., να οδηγούν, να διαβάζουν ή να γράφουν.
Πόσοι από μας έχουμε συνειδητοποιήσει, ότι πλέον ζούμε σε έναν ψηφιακό
κόσμο; Πόσοι από μας έχουμε δεχτεί την τεχνολογική πραγματικότητα και την
εφαρμόζουμε στην καθημερινότητά μας; Μήπως, τελικά, προσαρμοζόμαστε στις
τεχνολογικές εξελίξεις χωρίς να το καταλαβαίνουμε;
Λαμβάνοντας υπόψη ότι σχεδόν όλοι οι τρόποι επικοινωνίας που
χρησιμοποιούμε, π.χ. οι τηλεφωνικές κλήσεις ή ακόμα και οι αερομεταφορές,
στηρίζονται σε ψηφιακές πλατφόρμες ελέγχου, τότε η απάντηση είναι μάλλον ναι!
Εξειδικεύοντας τη συζήτηση στο ραδιόφωνο, αξίζει να ασχοληθούμε με την
εξέλιξη του Digital Audio Broadcasting (DAB), αλλά και τη χρησιμότητα του στη
σύγχρονη κοινωνία. Μία άλλη σημαντική και σαφώς σε ευρύτερο κοινό γνωστή
εξέλιξη είναι το διαδικτυακό ραδιόφωνο. Η έρευνα του ε.ΜΜΕ.ίς σας παρέχει τις
βασικές πληροφορίες για τις νέες μορφές του πιο αγαπημένου ίσως ΜΜΕ, του
ραδιοφώνου.
Αναγνωρίζουμε,
ότι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της τεχνολογίας είναι η εξέλιξη.
Έτσι, και η τεχνολογία DAB αποτελεί συνέχεια των συχνοτήτων ΑΜ (1920) και FM
(1940). Αυτό σημαίνει ότι σταματάμε να «ακούμε» όπως άκουγαν αναλογικά οι φίλοι
του ραδιοφώνου της δεκαετίας του 1960 και 1970, καθώς με το DAB τα πράγματα
αλλάζουν και ο ήχος μπαίνει σε ψηφιακό αυλάκι.
Συγκεκριμένα,
το Digital Audio Broadcasting είναι μια πλατφόρμα επίγειας μετάδοσης και λήψης
ψηφιακού ήχου και άλλων πληροφοριών, όπως κινούμενης εικόνας, κειμένου και
γραφικών. Ο ακροατής - λήπτης, για να λάβει το εκπεμπόμενο ηχητικό σήμα και τις
πληροφορίες, χρησιμοποιεί δέκτες DAB, που είτε ενσωματώνονται σε ράδιο/CD
αυτοκινήτου είτε σε επιτραπέζιες αλλά και φορητές συσκευές τύπου walkman.
Φυσικά, όπως αρμόζει σε κάθε νέα τεχνολογία και, εν προκειμένω, ψηφιακή, η
ποιότητα του ήχου είναι υψηλή και αγγίζει τα επίπεδα της ποιότητας που έχουμε
ακούγοντας ένα δίσκο CD.
Με λίγα λόγια, το DAB επιλέγει συνεχώς την καλύτερη
δυνατή «διαδρομή», ώστε να φτάσει το σήμα στο δέκτη. Το σήμα DAB είτε το
λαμβάνουμε είτε όχι. Δεν υπάρχουν παράσιτα, διακοπές ή στερεοφωνική και
μονοφωνική λήψη. Ο ήχος είναι συμπιεσμένος κατά το πρότυπο MPEG1 Audio Layer
II, ενώ το bitrate (ρυθμός μετάδοσης) των αρχείων του DAB μπορεί να ξεκινήσει
από τα 128kbps και να αγγίξει ακόμα και τα 320kbps.
Βέβαια, για να
είναι σε θέση ο ακροατής να απολαύσει την ποιότητα της απόδοσης του ψηφιακού
ραδιοφώνου θα πρέπει προηγουμένως να αγοράσει δέκτες DAB, έτσι ώστε να τους
χρησιμοποιήσει όπου βρίσκεται (στο σπίτι, το αυτοκίνητο, το τρένο ή το
γραφείο). Γεγονός το οποίο θα ενισχύσει σε μεγάλο βαθμό τις πωλήσεις των
κατασκευαστών ηλεκτρονικών αναλώσιμων και δεκτών, σε ολόκληρο τον κόσμο. Αξίζει
να αναφερθεί, ότι το κόστος ενός οικιακού δέκτη DAB ξεκινάει από 100€ περίπου
και μπορεί να φτάσει έως και τα 1.500€, τη στιγμή που το κόστος ενός αναλογικού
ραδιοφώνου ξεκινά από τα 10€!
Ø
Η τεχνολογία
DAB δε λειτουργεί σήμερα μόνο ως μέσο μετάδοσης της ψηφιακής ραδιοφωνίας, πολύ
περισσότερο αποτελεί ένα σύστημα ευέλικτης μετάδοσης δεδομένων με ρυθμό 1,7
Mbit/sec (1,7 εκατομμύρια bit ανά δευτερόλεπτο). Αυτός ο ρυθμός μετάδοσης
επιτρέπει όχι μόνο την εκπομπή ραδιοφωνικών προγραμμάτων, αλλά ταυτόχρονα τη
μετάδοση κειμένων, εικόνων και δεδομένων.
Ø
Πρακτικά, αυτό
για τον καταναλωτή σημαίνει ότι στο δελτίο καιρού μπορεί να δει παράλληλα τη
σχετική εικόνα με τις καιρικές συνθήκες, ενώ στη μετάδοση πληροφοριών για την
οδική κυκλοφορία μπορεί να μελετήσει έναν χάρτη με ενδείξεις για το
μποτιλιάρισμα.
Ø
Επίσης, είναι
δυνατή η μετάδοση κινούμενων εικόνων σε μορφή MPEG και η λήψη τους στο
αυτοκίνητο χωρίς διαταραχές.
Ø
Μεταξύ άλλων,
η τεχνολογία DAB επιτρέπει την αποστολή Fax σε έναν ή περισσότερους παραλήπτες,
διαδικασία που εκτελείται σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Αρκεί ο χρήστης, από την
πλευρά του, να έχει ένα PC με κάρτα DAB και ένα πρόγραμμα αποστολής Fax.
Ø
Ξεχωριστό ενδιαφέρον
παρουσιάζουν τα μπουκέτα υπηρεσιών που υποστηρίζει το DAB. Με τον όρο μπουκέτο
εννοούμε πως γίνεται εφικτή η παροχή θεματικών υπηρεσιών όπως News, Sport,
Jazz, Rock και Dance.
Ø
Μπορούν, δηλαδή, να δημιουργηθούν προγράμματα
που θα αφορούν, για παράδειγμα, ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής, όπως Rock, που
θα «παίζουν» 24 ώρες το εικοσιτετράωρο αυτό το είδος.
Το διαδικτυακό ραδιόφωνο (ή και e-Radio) είναι μία
αναμεταδιδόμενη υπηρεσία που διαβιβάζεται μέσω του Διαδικτύου. Ξεκίνησε το 1993
στην Αμερική. Πρόκειται για ένα μέσο ροής (stream medium), το οποίο προσφέρει
στους ακροατές μία συνεχή ροή ήχου, πάνω στην οποία δεν έχουν έλεγχο όπως και
στα κλασικά μεταδιδόμενα ραδιόφωνα. Δεν περιλαμβάνει το κατέβασμα αρχείων αλλά
ούτε και την υπηρεσία παροχής φακέλων «κατ' απαίτηση». Οι περισσότεροι
ραδιοφωνικοί σταθμοί στο Διαδίκτυο σχετίζονται με έναν ανταποκρινόμενο
παραδοσιακό ραδιοφωνικό σταθμό ή δίκτυο σταθμών. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί που
εκπέμπουν μόνο μέσω Διαδικτύου είναι συνήθως ελεύθεροι από τέτοιου είδους
συνδέσεις. Οι σταθμοί αυτοί είναι συνήθως προσβάσιμοι από οποιοδήποτε μέρος του
κόσμου (π.χ. άτομα από Αμερική και Αυστραλία μπορούν να ακούν ένα ελληνικό
διαδικτυακό ραδιόφωνο). Αυτό, όπως είναι αναμενόμενο, το καθιστά μια δημοφιλή
υπηρεσία για τους μετανάστες αλλά και για ακροατές των οποίων τα ενδιαφέροντα
δεν ικανοποιούνται πια από τα κλασικά ραδιόφωνα.
Το παραδοσιακό
ραδιόφωνο έχει χάσει τη δυναμική του λόγω της άκρατης εμπορευματοποίησης με τις
άπειρες διαφημίσεις, τις λίστες τραγουδιών που είναι παντού οι ίδιες καθώς και
τις ανούσιες κουβεντούλες των παραγωγών που υποβαθμίζουν τη συμβολή των
ραδιοφωνικών σταθμών ως μέσων επικοινωνίας. Η ολοένα και αυξανόμενη επιθυμία
για κάτι ιδιαίτερο, ανυπότακτο και ανεξάρτητο μοιάζει να μπορεί να εκπληρωθεί
με το διαδικτυακό ραδιόφωνο.
Οι περισσότεροι ραδιοφωνικοί σταθμοί μεταδίδουν τις
ίδιες διαφημίσεις. Το κόστος της πληρωμής των πνευματικών δικαιωμάτων και της
μετάδοσης καλύπτεται από την πληρωμή του διαφημιζόμενου στο σταθμό. Όσοι δεν
έχουν διαφημίσεις, όπως το διαδικτυακό ραδιόφωνο του BBC, απλώς μεταδίδουν τη
ροή του προγράμματος. Το BBC συγκεκριμένα χρηματοδοτείται από μία Τηλεοπτική
άδεια (Television license) η οποία πληρώνεται από τους Άγγλους τηλεθεατές. Τώρα
ψάχνει για μεθόδους χρέωσης του περιεχομένου του στους διεθνείς χρήστες μέσω
του BBC Worldwide. Άλλοι σταθμοί χρεώνουν ένα συγκεκριμένο ποσό ανά μήνα ή ανά
εκπομπή.
Το ολοένα και περισσότερο αναπτυσσόμενο διαδικτυακό
ραδιόφωνο έχει αναμφισβήτητα υπέρ του την εξέλιξη της τεχνολογίας, αλλά
εναντίον του την προσπάθεια τοποθέτησής του μέσα σε ένα αυστηρότερο πλαίσιο
λειτουργίας. Στην Αμερική, από το 1998 έως και το 2005 οι εισφορές που έπρεπε
να καταβάλλουν τα διαδικτυακά ραδιόφωνα για τα πνευματικά δικαιώματα είχε
παραμείνει σταθερή. Μέχρι το 2007, όμως, είχε ολοκληρωθεί μία διαδικασία δύο
χρόνων, με πλήθος μαρτύρων αλλά και εγγράφων από πολλά μέρη, όπως μεγάλους αλλά
και μικρούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, κολεγιακούς σταθμούς και τον SoundExchange*.
Το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθεί κατά πολύ το συνολικό ποσό εισφορών. Ενώ αρχικά
το ποσοστό ήταν 0,000768$ ανά τραγούδι, τώρα αναμένεται να φτάσει έως και
0,0019$ μέχρι το 2010,
κάτι το οποίο θα υποβαθμίσει τα επιχειρηματικά
μοντέλα πολλών διαδικτυακών ραδιοφώνων. Με τα νέα δεδομένα, οι ετήσιες εισφορές
από όλους τους ιδιοκτήτες των σταθμών θα είναι 2,3 δις δολάρια μέχρι το 2008.
Το ποσό αυτό είναι περισσότερο από τέσσερις φορές μεγαλύτερο από αυτό των
παραδοσιακών ραδιοφωνικών σταθμών.
Στην Ελλάδα
υπάρχουν σήμερα περισσότεροι από 300 σταθμοί που εκπέμπουν αποκλειστικά από το
Διαδίκτυο. Οι σταθμοί αυτοί μπορεί να περιλαμβάνουν μουσική (κάθε είδους),
διαφημίσεις ή όχι και επίσης να μεταδίδουν ζωντανό πρόγραμμα ή τις διαδεδομένες
playlists.(Μη κερδοσκοπική, εκτελεστική οργάνωση δικαιωμάτων που συλλέγει
πληρωμές για πνευματικά δικαιώματα για λογαριασμό όσων κατέχουν τα κατοχυρωμένα
πνευματικά δικαιώματα των ηχογραφήσεων καθώς και των καλλιτεχνών που
συμμετέχουν, για μη διαδραστικές ψηφιακές μεταδόσεις, όπως είναι ο δορυφόρος
και το διαδικτυακό ραδιόφωνο.)
Ενδεικτικά,
μερικά από τα ραδιόφωνα που εκπέμπουν αποκλειστικά μέσω Διαδικτύου το πρόγραμμά
τους είναι το VMradio (www.vmradio.gr),
το Radiophone (www.radiophone.com), το
Planet Works (http://www.planetworks.fm/home.php),
το RadioRainbow (http://www.radiorainbow.gr)
και το Global Radio Greece (http://www.globalradio.gr).
Το διαδικτυακό ραδιόφωνο έχει όντως τη δυνατότητα να προβάλλει τη δυναμική της μουσικής, απαλλαγμένο από διαφημιστικά και επιχειρηματικά συμφέροντα, όσο αυτό είναι βέβαια δυνατόν. Το Διαδίκτυο έτσι, για άλλη μια φορά, συμβάλει στην ελεύθερη έκφραση και διακίνηση ιδεών, όσο μπορεί να παραμένει ένας σχετικά παρθένος ακόμη χώρος…
http://www.mediainfo.gr/radio/history/index.html
http://pacific.jour.auth.gr/emmeis/issues/16/16epistim1.htm
http://openarchives.gr/view/275181