Θέμα: Η συμβολή της τεχνολογίας στον πόλεμο παράλληλα με την εξέλιξη των όπλων.

 

 

 

Από τους μαθητές της τάξης Α2:

 

Μουτεσίδη Πηνελόπη

 

Ταρσή Μαρία

 

Τσομώκος Γιώργος

 

Τσομώκου Ειρήνη

 

 

 

 

  


Περιεχόμενα

 

 

Πρόλογος. 3

Τα αρχαιότερα όπλα.. 4

Αρχαία Ελλάδα.. 5

Βυζαντινή εποχή: 6

Πυρίτιδα.. 7

Ναπολεόντειες Εχθροπραξίες. 15

Ελληνική Επανάσταση 1821. 16

Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. 21

Β’ Παγκόσμιος. 22

Επίλογος:. 26

Πηγές:. 32

 


 

Πρόλογος

   Η ιστορία του ανθρώπου συμπορεύεται με την χρήση των όπλων. Αρχικά, τα όπλα χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για εύρεση τροφής και για άμυνα ενάντια τα άγρια ζώα. Σιγά σιγά όμως, ο άνθρωπος φανέρωσε τις επεκτατικές του τάσεις και άρχισε να κάνει πολέμους . Με αυτόν τον τρόπο τα όπλα, από αντικείμενα άμυνας και εύρεσης τροφής, απέκτησαν πολεμικό χαρακτήρα.

   Έτσι οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν ότι για να επιβιώσουν, έπρεπε τα όπλα τους να είναι τεχνολογικά τουλάχιστον ισάξια με του αντιπάλου, για να επικρατήσουν δε, να είναι ανώτερα. Γι’ αυτό και επένδυαν στην τεχνολογία των όπλων.

   Στην εργασία που έχετε μπροστά σας, μελετάται η εξέλιξη των όπλων και πως η τεχνολογία συνέβαλε σε αυτή.


 

Τα αρχαιότερα όπλα

 

·         ΑΚΟΝΤΙΟ: Είναι ένα μικρό και ελαφρό  από ξύλο και στην άκρη έχει μια σιδερένια αιχμή. Το μήκος του είναι περίπου 2.50 μέτρα. (Για το ακόντιο του στίβου βλέπε ακοντισμός). Ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε το ακόντιο από πολύ παλιά. Στην αρχαία Ελλάδα ήταν γνωστό σαν όργανο στη γυμναστική και στα αγωνίσματα και σαν επιθετικό όπλο. Επίσης το χρησιμοποιούσαν και στο κυνήγι. Στον πόλεμο το έριχναν ή με το χέρι, όταν ο εχθρός βρισκόταν σε μικρή απόσταση ή με ειδικές μηχανές, όταν ο εχθρός ήταν μακριά. Κάθε πολεμιστής, όπως μας λέει ο Όμηρος, είχε δυο ακόντια και μόνο αφού καταστρέφονταν αυτά χρησιμοποιούσε το ξίφος του. Οι Ρωμαίοι επίσης χρησιμοποιούσαν τα ακόντια, τα τελειοποίησαν μάλιστα και διαμόρφωσαν δύο είδη τους: ένα ελαφρό και εύκολο στη μεταφορά, για να μπορούν να το εκσφενδονίζουν εύκολα με το χέρι και ένα μακρύτερο και στερεότερο με αγκιστροειδή αιχμή. Στην εποχή του Βυζαντίου το ακόντιο ονομαζόταν ριπτάριο και υπήρχαν και ειδικά πυρφόρα ακόντια. Στα ακόντια αυτά έδεναν κουρέλια με εύφλεκτες ύλες και τα εκσφενδόνιζαν με μηχανές μέσα σε φρούρια για να βάλουν φωτιά. Και οι λαοί της Δύσης χρησιμοποιούσαν επίσης τα ακόντια και για πολύ καιρό μάλιστα μετά την ανακάλυψη των πυροβόλων. Σήμερα υπάρχουν μόνο μερικοί άγριοι λαοί της Αφρικής που χρησιμοποιούν ακόμα το ακόντιο σαν επιθετικό όπλο.

 

·         ΤΟΞΟ: Αν εξαιρέσουμε το ακόντιο, το τόξο είναι το αρχαιότερο όπλο και χρονολογείται από την προϊστορική εποχή. Στην αρχαιότητα ήταν πολύ διαδεδομένο ως πολεμικό όπλο, κυρίως στους ανατολικούς λαούς, σε πολλούς από τους οποίους ήταν κύριο όπλο, ενώ οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν πιο πολύ δόρατα (με εξαίρεση τους Κρήτες) και οι Ρωμαίοι πιο πολύ τα ακόντια και τα ξίφη, αφήνοντας τους τοξότες συνήθως σε βοηθητικό ρόλο.

   Το τόξο είναι ένα αρχαίο όπλο που αποτελείται από μια βέργα, στις άκρες της οποίας είναι δεμένη μια χορδή από σχοινί ή νεύρο. Η χορδή τεντώνεται και απελευθερώνεται απότομα την κατάλληλη στιγμή, δίνοντας βίαιη ώθηση στο βέλος, που το κάνει να πετάξει προς τον στόχο. Η δυναμική ενέργεια από το τέντωμα της χορδής μεταβιβάζεται κατά τη σύντομη απελευθέρωση της χορδής στο βέλος. Το τόξο κατασκευάζεται συνήθως από ξύλο καρυδιάς, φτελιάς ή μπαμπού, αλλά και από μέταλλο ή κέρατο (σύνθετο τόξο). Το μήκος του είναι 1 - 2,60 μέτρα, ανάλογα με τους λαούς, την εποχή και τη χρήση του. Το κυνηγετικό τόξο ξεπερνούσε συνήθως τα 2 μέτρα, ενώ το πολεμικό είχε μήκος περίπου 1,70 μέτρα. Η βολή μπορεί να ξεπεράσει τα 200 μέτρα σε απόσταση, με μέγιστο τα 650.

   Η χρήση του τόξου ως κοινό πολεμικό όπλο συνεχίστηκε μέχρι τον Μεσαίωνα, όπου οι ομάδες τοξοτών θεωρούνταν τον "πυροβολικό" της εποχής. Άρχισε να αχρηστεύεται τον 14o αιώνα με την εμφάνιση της πυρίτιδας και εξαφανίστηκε κατά το πρώτο μισό του 15ου.

   Το τόξο χρησιμοποιείται ακόμα, από πρωτόγονους λαούς που το κατασκευάζουν από μακρύ ξύλο μπαμπού με κύριο σκοπό το κυνήγι και σε μερικές περιπτώσεις από τις ειδικές δυνάμεις, κάποτε στην παραλλαγή της βαλλίστρας. Επίσης χρησιμοποιείται από αθλητές καθώς η τοξοβολία αποτελεί Ολυμπιακό αγώνισμα.

·         ΒΕΛΟΣ: Είναι ένα όπλο μικρογραφία του ακοντίου και εκτοξεύεται με χρήση τόξου. Προηγείται της καταγεγραμμένης ιστορίας και θεωρείται κοινό στις περισσότερες παραδόσεις. Ένα συνηθισμένο βέλος αποτελείται από το ακόντιο που έχει μια μεταλλική αιχμή στο μπροστινό μέρος και στο πίσω μέρος έχει το φτέρωμα και την γλυφή.

   Το μέγεθος του βέλους ποικίλει ανάλογα με την χρονική περίοδο, μεταξύ των 50 εκ. και του 1,5 μέτρου. Παρόλα αυτά, τα σημερινά βέλη έχουν μέγεθος από 70 εκ. έως 90 εκ., και είναι παρόμοια με τα Αγγλικά πολεμικά βέλη τα οποία είχαν φτιαχτεί για να έχουν το μισό ύψος του ανθρώπου που θα τα χρησιμοποιούσε.

   Το ακόντιο είναι το βασικό δομικό στοιχείο του βέλους, πάνω στο οποίο είναι προσκολλημένα τα υπόλοιπα μέρη. Στα παραδοσιακά βέλη το ακόντιο είναι κατασκευασμένο από ελαφρύ ξύλο, μπαμπού ή καλάμια, ενώ στα σύγχρονα μπορεί να γίνει επίσης από ενισχυμένες ίνες πλαστικού, αλουμινίου ή άνθρακα.

Όταν δεχτεί μεγάλη πίεση κατά την εκτόξευση, το ακόντιο λυγίζει. Ένα βέλος που λυγίζει πολύ λέγεται ότι έχει «μεγάλη σπονδυλική στήλη», δηλαδή είναι πολύ εύκαμπτο. Προκειμένου να έχουν τη μέγιστη ακρίβεια μια ομάδα βελών πρέπει να έχουν ίδιο βαθμό ευκαμψίας. Στα μεγάλα και ισχυρά τόξα χρησιμοποιούνται τα πιο δύσκαμπτα βέλη, με την λιγότερη ευελιξία ώστε να αποτραπεί η υπερβολική παραμόρφωση τους. Στα τυπικά παραδοσιακά τόξα, όπου το βέλος πρέπει να λυγίσει γύρω από το τόξο, τα βέλη πρέπει να είναι αρκετά ευέλικτα ώστε να είναι εφικτή η εκτροπή γύρω από το τόξο.

   Τα βέλη είναι από τα αρχαιότερα όπλα. Το χρησιμοποιούσε ο άνθρωπος πριν ακόμη την λίθινη εποχή και η χρήση τους συνεχίστηκε και στους μεταγενέστερους αιώνες. Από τον Όμηρο αναφέρονται ως τα "πτερόεντα" (φτερωτά) βέλη του Ηρακλή.

Στους ιστορικούς χρόνους, όλοι οι λαοί (Έλληνες, Πέρσες, Ρωμαίοι κ.α) αποδεδειγμένα χρησιμοποιούσαν βέλη, ενώ η χρήση τους ήταν κοινή μέχρι το τέλος του μεσαίωνα. Από γλυπτά που σώζονται γνωρίζουμε ότι κατά την κλασσική εποχή τα τόξα των Ελλήνων αλλά και των Ρωμαίων είχαν φτερά και ήταν εφοδιασμένα με χάλκινη ακίδα. Το μέγεθος τους δεν ξεπερνούσε τα 60 εκ. Κατά τον Μεσαίωνα πολλά και διάφορα βέλη ήταν σε χρήση, και ανάλογα με τον τύπο και τον σκοπό τους έφεραν και διαφορετική ονομασία. Στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, βέλη 12 εκ. από ατσάλι αφήνονταν να πέσουν από αεροπλάνα σε συγκεντρωμένα τμήματα στρατού. Τα βέλη αυτά επειδή έπεφταν από μεγάλο ύψος, αποκτούσαν μεγάλη ταχύτητα και κατά την πρόσκρουση προκαλούσαν σοβαρούς τραυματισμούς, ακόμη και θανάτους.

Βέλη χρησιμοποιούν ακόμη και σήμερα οι ιθαγενείς σε ασιατικά νησιά αλλά και στις περιοχές του Αμαζονίου

Αιχμή: Η αιχμή είναι το βασικό λειτουργικό μέρος του βέλους και διαδραματίζει το μεγαλύτερο ρόλο στην επίτευξη του σκοπού του. Τα απλά βέλη έχουν ως αιχμή την ακονισμένη άκρη του άξονα, αλλά τα πιο εξελιγμένα φέρουν ξεχωριστή αιχμή που είναι κατασκευασμένη από μέταλλο, κέρατο ή κάποιο άλλο σκληρό υλικό.

   Το φτέρωμα αποτελείται από μικρά πτερύγια, που βρίσκονται στο πίσω μέρος του βέλους, και εξασφαλίζει την σταθερότητα του βέλους κατά την πτήση. Έχει ως σκοπό να διατηρήσει το βέλος εντός τροχιάς και να μειώσει στο ελάχιστο την πιθανότητα να πέσει ή να παρεκκλίνει της πορείας.

   Τα πτερύγια του φτερώματος είτε είναι ίσια, είτε περιστρέφονται όπως ένας έλικας γύρω από τον άξονα του βέλους ώστε να προσδώσουν μια περιστροφή στο βέλος που βελτιώνει την ακρίβεια. Τα περισσότερα φτερώματα έχουν τρία πτερύγια, αλλά μερικά έχουν τέσσερα ή ακόμα και περισσότερα.

   Τα παραδοσιακά φτερώματα κατασκευάζονται συνήθως από φτερά (κυρίως χήνας ή γαλοπούλας) που δένονται στο ακόντιο του βέλους, ενώ τα σύγχρονα αποτελούνται από πλαστικό. Ιστορικά, τα βέλη που ήταν κατάλληλα για διάτρηση πανοπλίας χρησιμοποίησαν φτερώματα

   Η γλυφή είναι μια μικρή εγκοπή στο πίσω μέρος του ακοντίου, μετά το φτέρωμα, που χρησιμεύει στην στερέωση του βέλους πάνω στη χορδή του τόξου αμέσως πριν την εκτόξευση.

Αρχαία αιχμή βέλους.

Αρχαία αιχμή βέλους


Αρχαία Ελλάδα:

   Στην Αρχαία Ελλάδα, η πολεμική τεχνολογία αναπτύχθηκε ταχύτατα λόγω των πολλών συρράξεων μεταξύ των Ελλήνων. Τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι: το τελέβολον, το βαρούλκο, μια πρώιμη μορφή κανονιού, πολιορκητικοί κριοί καθώς επίσης και οι ξύλινοι πύργοι.

   Το Τηλεβόλων ήταν ένα βαρύ όπλο του πυροβολικού της αρχαίας Ελλάδας που εφευρέθηκε από τον Αρχιμήδη. Η κατασκευή του ήταν απλή και αποτελούνταν από έναν μπρούτζινο σωλήνα με κλειστό το ένα άκρο και λειτουργούσε σαν κανόνι. Στο κανόνι έβαζαν λίγο νερό και μετά το κλείνανε με μια σφαίρα βάρους 8 κιλών. Προσθέτανε την απαιτούμενη ενέργεια υπό την μορφή φωτιάς κάτω από το κλειστό άκρο του κανονιού. Το νερό θερμαινόταν και μετατρεπόταν σε ατμό, μετατρέποντας την σφαίρα σε βλήμα που εκτινάζονταν σε αρκετή απόσταση. Ένας άλλος μεγάλος εφευρέτης, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι μελέτησε αργότερα τις περιγραφές και με υπολογισμούς βρήκε, ότι το Τηλεβόλο πρέπει να είχε μια εμβέλεια 1.250 μέτρων. Δεν είναι γνωστό αν η εφεύρεση αυτή του Αρχιμήδη μπήκε σε λειτουργία.

   Οι πολιορκητικοί κριοί ήταν μηχανές σχεδιασμένες να καταστρέφουν τείχη αλλά κυρίως να σπάνε κλειστές πύλες. Υπήρχαν από την απλούστατη μορφή του κορμού δένδρού που το μετέφερε και χειριζόταν μια ομάδα στρατιωτών, μέχρι και περίπλοκα τροχήλατα οχήματα που μετέφεραν με την δύναμη ζώων μηχανισμό και στρατό μέχρι τον στόχο.

   Οι ξύλινοι πύργοι μεταφέρονταν ή και κατασκευάζονταν δίπλα στα εχθρικά τείχη ώστε να ξεπεράσουν το πρόβλημα ύψους και να προσεγγίσουν το επίπεδο των αμυνομένων, μάλλον όχι για συνομιλίες. Ήταν συνήθως επενδυμένοι με δέρματα ώστε να είναι όσο το δυνατόν άκαυστοι και είχαν ανοίγματα ειδικά για τοξότες, για εφόδους και για χρήση καταπελτών. Το ύψος τους στις κατασκευές που χρησιμοποιούσε ο μέγας Αλέξανδρος έφτανε και τα 50 μέτρα.

   Πρώτος ο Αρχιμήδης, βασιζόμενος στην δύναμη συμπίεσης του ατμού, κατασκεύασε εκτός από βαρούλκο κι ένα κανόνι. Απελευθερώνοντας απότομα τον συμπιεσμένο ατμό μέσα σε μια κατάλληλα διαμορφωμένη σωλήνα κατάφερνε να ρίχνει με αυτή μεταλλικά βλήματα σε αρκετά μεγάλες αποστάσεις περίπου 400 μέτρων. Οι διαστάσεις του ατμο-κανονιού ήταν αρκετά μικρές και για φορητή χρήση. Εντύπωση προκαλεί πώς και δεν εξαπλώθηκε απ' τον στρατό μια τέτοια χρήση...

  Πολύ αργότερα (το 1453 κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης) τα κανόνια ξαναεμφανίζονται, με πυρίτιδα πια, ακόμα πιο καταστροφικά).

 


Βυζαντινή εποχή:

   Μετά την παραγωγική, στον τομέα των όπλων, εποχή ακολούθησε η βυζαντινή, η οποία για να εξυπηρετήσει τις πολεμικές τις ανάγκες, εφευρέθηκαν ή τελειοποιηθήκαν διάφοροι οπλικοί μηχανισμοί, με πιο αξιοσημείωτο εκείνο του υγρού πυρός

   Το υγρό πυρ επινοήθηκε ή τελειοποιήθηκε από τον Έλληνα αρχιτέκτονα Καλλίνικο (από την Ηλιούπολη της Συρίας) και η χρήση του αναφέρεται για πρώτη φορά τον 7ο μ.Χ. αιώνα εναντίον του Αραβικού στόλου που πολιορκούσε την Κωνσταντινούπολη. Υπήρξε ένα από τα φοβερότερα όπλα του μεσαίωνα και επανειλημμένα έσωσε το Βυζάντιο από εχθρικές επιθέσεις.

   Γενικά, Η χρήση της φωτιάς για πολεμικούς σκοπούς είναι τόσο παλιά όσο και η πολεμική τέχνη. Ο Όμηρος αναφέρει ότι οι Τρώες κατέστρεφαν τα πλοία των Αχαιών με φωτιά. Κατά την Βυζαντινή περίοδο εμπρηστικά μείγματα χρησιμοποιούντο ήδη από τους πρώτους αιώνες. Η πρώτη καταγεγραμμένη αναφοράς χρήσης του υγρού πυρός (ή Ελληνικού πυρός) υπάρχει στον χρονογράφο Θεοφάνη και αναφέρεται στα χρόνια της βασιλείας του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Δ' Πωγωνάτου (665~685 μ.Χ.) ο οποίος το χρησιμοποίησε με επιτυχία στην απόκρουση των Αράβων κατά την πρώτη απόπειρά τους να κατακτήσουν την Κωνσταντινούπολη (674~678 μ.Χ.).

   Η επόμενη αναφορά στην χρησιμοποίηση του υγρού πυρός γίνεται πάλι από τον Θεοφάνη, ο οποίος λέει ότι κατά την δεύτερη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Άραβες (717~718 μ.Χ.) ο Αυτοκράτορας Λέων ο Γ' κατόρθωσε σε δύο περιπτώσεις να κάψει με υγρό πυρ τον στόλο των εισβολέων και να ματαιώσει την απόπειρά τους να εισβάλουν στον ευρωπαϊκό χώρο καταλαμβάνοντας την Βασιλεύουσα.

   Έκτοτε το υγρό πυρ αποτέλεσε το σημαντικότερο και το πλέον αποτελεσματικό όπλο των Βυζαντινών σε όλους τους πολέμους τους.

   Όμως παρά την ευρεία χρήση του, η σύνθεσή του παρέμεινε μυστική στους κατοίκους της Αυτοκρατορίας μέχρι την κατάρρευση του κράτους, ενώ ταυτόχρονα καταβλήθηκε κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να αποφευχθεί η διαρροή της σε άλλους λαούς. Διακηρύχθηκε από πολύ νωρίς ότι οποιοσδήποτε τολμούσε να αποκαλύψει τον τρόπο προετοιμασίας του υγρού πυρός θα αντιμετώπιζε την ποινή του θανάτου.

   Τα αυστηρά μέτρα που κατά καιρούς ελήφθησαν πέτυχαν ώστε η σύνθεση του υγρού πυρός να παραμείνει μυστική, τουλάχιστον στο εσωτερικό της χώρας, ενώ ταυτόχρονα το ίδιο το εμπρηστικό μείγμα περιβλήθηκε από μυστήριο, με αποτέλεσμα ακόμα και σήμερα να αποδίδονται σε αυτό κάποιες υπερφυσικές ιδιότητες και να υπάρχουν βασικά ερωτήματα αναφορικά με τα συστατικά του στοιχεία και τις μεθόδους εκτόξευσής του.

   Οι μαρτυρίες για την χρήση του υγρού πυρός από τους Βυζαντινούς εκτείνονται μέχρι και τα τέλη του 12ου και πιθανώς τις αρχές του 13ου αιώνα.


Πυρίτιδα

 

   Ίσως είναι από τις εφευρέσεις του ανθρώπου που έπαιξαν τον καθοριστικότερο ρόλο στην τεχνολογική εξέλιξη των όπλων. Η Πυρίτιδα (καθαρεύουσα: Πυρίτις) κοινώς (το) μπαρούτι ή η μπαρούτη, είναι η αρχαιότερη εκρηκτική ύλη, που αποτελεί μίγμα άνθρακα θείου και νίτρου. Πρόκειται για εφεύρεση της οποίας όμως παραμένει άγνωστο το πότε και από ποιόν πρωτοδημιουργήθηκε. Άλλοι την απέδιδαν παλαιότερα στον Ρογήρο Βάκωνα και άλλοι στον Βερθόλδο Σβαρτς. Είναι όμως βέβαιο ότι αυτή ήταν γνωστή στους Κινέζους ως εκρηκτικό μέσον για ανατινάξεις, πυροτεχνήματα και ίσως και για εκφοβισμό από τους πρώτους μετά Χριστό αιώνες. Περίεργες όμως αναφορές υπάρχουν και σε αρχαία ελληνικά κείμενα όσο και σε κείμενα Βιβλικών λαών.

   Τον 12ο αιώνα με αρχές του 13ου αρχίζουν να γίνονται γνωστές στην Ευρώπη οι δυνατότητές της. Ο Άγγλος φραγκισκανός μοναχός Ρότζερ Μπέικον, επιστήμονας και ιδιαίτερα μορφωμένος ήταν ο πρώτος που κατέγραψε τη "συνταγή" της πυρίτιδας μετά από πολλά σχετικά πειράματα (1250) έτσι ώστε να μπορεί να παρασκευάζεται με σταθερές αναλογίες. Η πρώτη όμως στην Ευρώπη πολεμική χρήση της πυρίτιδας αναφέρεται ότι έγινε από τους Άγγλους το 1346 στη Μάχη του Κρεσύ, αν και τα πρώτα πυροβόλα φαίνεται να ήταν ήδη γνωστά το 1326, σύμφωνα με την αρχαιότερη απεικόνισή τους. Γρήγορα όμως η εφεύρεση του πυροβόλου άλλαξε τη μέχρι τότε μορφή του πολέμου με συνέπεια η χρήση της πυρίτιδας ν΄ αποτελέσει ένα πολύ σημαντικό σταθμό στην εξέλιξη των όπλων.

   Γενικά, η εφεύρεση της πυρίτιδας θεωρείται μια από τις σημαντικότερες στην ιστορία της τεχνολογικής εξέλιξης διότι πυροδότησε μια ραγδαία ανάπτυξη στην κατασκευή των όπλων. Τα όπλα καθώς όμως και τα πλοία των επόμενων χρόνων ήταν πιο εξευγενισμένα αλλά και πιο καταστροφικά. τα κυριότερα απ’ τα οποία είναι τα εξής:

 

 

Ιππικό εξοπλισμένο με πυροβολικό

   Το πολυμήχανο μυαλό του ανθρώπου αντιλήφθηκε γρήγορα ότι η χρήση των αλόγων δεν μπορούσε να περιοριστεί μόνο στο ιππικό. Έτσι, γύρω στον 16ο αιώνα άρχισαν να χρησιμοποιούνται άλογα για να διευθύνουν ελαφριά πυροβολικά κανόνια στις πρώτες σειρές της μάχης. Ευρωπαϊκά αρχεία δείχνουν ότι πολλοί στρατηγοί ενσωμάτωσαν τέτοιου είδους μονάδες μαζί με μονάδες πεζικού ή ακόμα και ιππικού. Η κινητικότητα των ομάδων ιππικού οπλισμένες με κανόνια προσέφερε στους στρατηγούς αυξημένες δυνατότητες στην αντιμετώπιση των ρευστών και ευμετάβλητων συνθηκών του πεδίου μάχης.

 

 

Πολιορκητικός Ελέφαντας 

   Μία άλλη χρήση ζώων στον πόλεμο ήταν ο πολιορκητικός ελέφαντας. Η εκπαίδευση του άρχισε στην Ινδική Πεδιάδα, η οποία βρίσκεται ανάμεσα στην Ινδία και στο Πακιστάν, πριν από περίπου 4000 χρόνια. Οι ελέφαντες είχαν πολλές πολεμικές χρήσεις εντός και εκτός του πεδίου μάχης. Οι θηλυκοί χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά εφοδίων, ενώ οι αρσενικοί οπλίζονταν με κανόνι και ιππεύονταν στη μάχη. Το πάχος του δέρματος του ζώου ήταν μια φυσική πανοπλία ενάντια στα βλήματα, όπως τα βέλη, και η απίστευτη δύναμη του επέτρεπε να ποδοπατά το ερχόμενο πεζικό και να τρομάζει το ιππικό. Οι στρατηγοί χρησιμοποιούσαν τους ελέφαντες για να κερδίζουν μια όψη του στρατοπέδου από ψηλά και να οργανώσουν καλύτερα τη στρατηγική τους. Η χρήση των πολεμικών ελεφάντων εξαπλώθηκε και δυτικά της Ινδίας, καθώς πολλοί δυτικοί κατακτητές του ενέταξαν στις στρατιές τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η χρήση τέτοιων ελεφάντων κατά των Ρωμαίων από τον Καρθαγιανό άρχοντα το 264 π.Χ.

   Ενώ οι ελέφαντες δεν ήταν και πολύ αποτελεσματικοί ως όπλα πολιορκίας, πολλές στρατιές προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τη δύναμη και το μέγεθος τους όταν επιτίθονταν ενάντια στις εχθρικές οχυρώσεις. Κάποιες φορές, μόνο οι χαυλιόδοντες και το μέγεθος του ελέφαντα ήταν αρκετά για ανατρέψουν ένα τοίχο. Κάποιες άλλες φορές ένα ελαφρύ κανόνι φορτώνονταν στην ‘άμαξα’ που ήταν ασφαλής πάνω στην πλάτη του ελέφαντα.     

 

 

 

Κανόνι του Γκάντλινγκ

   Το κανόνι του Γκάντλινγκ εφευρέθηκε από τον Ρίτσαρντ Γκάντλινγκ το 1861. Παρόλο που δεν είναι ακριβώς πολυβόλο, προσέφερε τρομαχτική δύναμη πυρός για την εποχή του. Ο χειριστής του μπορούσε να γυρίσει μια μανιβέλα, η οποία η οποία περίστρεφε 6 κάνες γύρω από ένα κεντρικό άξονα. Οι κάνες γέμιζαν συνεχώς με φυσίγγια κατά τη διάρκεια της περιστροφής τους.

   Το κανόνι του Γκάντλινγκ έλαβε την πρώτη του περιορισμένη δράση στα πεδία μάχης του Αμερικανικού εμφυλίου, όπου αποδείχθηκε ιδιαίτερα θανατηφόρο. Το κανόνι χρησιμοποιήθηκε σε μάχες σε όλο τον κόσμο κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και στις πρώτες δεκαετίες του 20ου, μέχρι που τελικά αντικαταστάθηκε από το σύγχρονο αυτόματο πυροβόλο κανόνι.

 

Ρουκέτες

   Οι πρώτες πολεμικές ρουκέτες αναπτύχθηκαν από τους Κινέζους και τους Ινδούς. Η δομή της δεν ήταν διαφορετική από αυτή της κοινής ρουκέτας : μία εκρηκτική προωθητική ύλη (πυρίτιδα) προωθούσε το βλήμα (τη ρουκέτα), το οποίο ήταν σταθεροποιημένο σε ένα ραβδί, που εξείχε αρκετά πίσω από το σώμα της ρουκέτας. Πρώτος ο Γουίλιαμ Κονγκρεβ, ένας Βρετανός αξιωματικός, εξέλιξε την πολεμική χρήση την Ναπολεόντεια εποχή. Οι ρουκέτες του ήταν σωλήνες καλυμμένες με κώνους και γεμισμένες με πυρίτιδα και ή σράπνελ ,βολιδοφόρο βλήμα, ή σφαίρες. Πυροδοτούνταν από κατασκευές, που αποτελούνταν από μια σκάλα που στήριζε το σώμα της ρουκέτας και από μια σκαλωσιά που στήριζε και τη σκάλα και τη ρουκέτα. Το ραβδί μιας μεγάλης ρουκέτας μπορούσε να φτάσει και τα 15 πόδια.

 

 

Ασιατικά όπλα

 

Ιπτάμενο Κοράκι [Flying Crow]

   Οι πρώτες αναφορές για ένα τέτοιο όπλο, το οποίο προωθεί ρουκέτες, ανάγονται στο 969 μ.Χ. Το πρώτο ιπτάμενο κοράκι ήταν η εξέλιξη της πρώιμης τεχνολογίας ρουκέτας και χρησιμοποιήθηκε και ως σωματικό αλλά και ως ψυχολογικό όπλο. Οι δύο φτερούγες του χρησίμευαν για φυσική ανύψωση και σταθεροποίηση αλλά και ως μεταφορά τεσσάρων ρουκετών (δύο κάτω από κάθε φτερούγα), οι οποίες προωθούσαν το όπλο στον αέρα. Σε ένα συγκεκριμένο σημείο της πτήσης η ρουκέτα έπαιρνε φωτιά και ανέφλεγε και τη πυρίτιδα μέσα της. Λεγόταν ότι το ιπτάμενο κοράκι μπορούσε να πάρει ύψος μέχρι και 1000 πόδια και μετά συνθλιβόταν στο έδαφος. Πυροδοτούμενο δίπλα από μία γειτονική εχθρική κατασκήνωση, έστελνε βροχή φωτιάς στους στόχους του.

   Το ‘ιπτάμενο κοράκι’ κατασκευαζόταν από πηχάκια μπαμπού και μετά καλυπτόταν με χαρτί για να διακρίνεται καλύτερα το σχήμα του. Δύο παραλλαγές αυτού του όπλου έχουν καταγραφεί στην ιστορία των Κινέζικων εχθροπραξιών : το ‘ιπτάμενο κοράκι με τη μαγική φωτιά’, ένα μεγαλύτερο μοντέλο με προώθηση από τέσσερις ρουκέτες, και η ‘πνευματική ιπτάμενη πάπια’, ένα μικρότερο μοντέλο που χρησιμοποιούσε μόνο δύο ρουκέτες.

 

 

Morutaru

   Στα τέλη του 16ου αιώνα, όταν οι Ιαπωνικές στρατιές γύριζαν πίσω από τις εκστρατείες στην χερσόνησο της Κορέας, έφεραν πίσω πολλές τεχνικές που τις διδάχθηκαν από τον πιο εξελιγμένο και πολύπλοκο Κορεάτικο στρατό. Δυστυχώς, η χρήση του όλμου , είδος πυροβολικού, μια τέχνη που οι Κορεάτες την είχαν τελειοποιήσει, ήταν κάτι που άφηνε αδιάφορους τους Κινέζους. Συνέχισαν την συνηθισμένη τους πρακτική της εισαγωγής ευρωπαϊκών κανονιών. Ωστόσο, το 1639, οι Ιάπωνες φιλοξένησαν Ολλανδούς συμβούλους, οι οποίοι έκαναν επίδειξη ενός όλμου για τον Σογκούν (ιαπωνικός τίτλος) και για τους αντιπροσώπους του. Η επίδειξη προκάλεσε σάλο ,παρόλο που κανένα από τα βλήματα δεν χτύπησε το στόχο του, και οδήγησε στη γέννηση του ιαπωνικού όλμου με το όνομα morutaru.

 

 

Φλεγόμενο Βέλος [Flying Arrow]

   Το φλεγόμενο βέλος είναι αυτό ακριβώς που δηλώνει το όνομα του, ένα οδοντωτό φλεγόμενο βλήμα, που εκτινασσόταν συνήθως από ένα ευρωπαϊκό κανόνι, αφού οι Ιάπωνες δεν είχαν αναπτύξει δικό τους αποτελεσματικό πυροβολικό. Κάθε βέλος ήταν τυλιγμένο με ένα εύφλεκτο περίβλημα και αναφλεγόταν. Υπήρχε και μια πιο εκρηκτική εκδοχή, στην οποία μια μπάλα με πυρίτιδα τοποθετούνταν ακριβώς κάτω από την οδοντωτή άκρη. Όταν πυροδοτούνταν, το φλεγόμενο βέλος καρφωνόταν στο ξύλο της πολιορκούμενης πόρτας ή τοίχου και μπορούσε να κάνει όλη την κατασκευή να πάρει φωτιά.

   Ο Ιάπωνας Daimyo [άρχοντας με μεγάλη εξουσία] Τογκουάουα [Tokugawa leyasu] είχε μεγάλο ενδιαφέρον στο να δημιουργήσει τεχνολογικά εξελιγμένο πυροβολικό. Δυνάμωσε τις σχέσεις του με Άγγλους και Ολλανδούς έμπορους για να εισάγει ποικίλα είδη κανονιών. Πιστεύεται ότι χρησιμοποίησε αυτά τα όπλα ,καθώς και το φλεγόμενο βέλος, στην Εκστρατεία της Σεκιγκαχάρα [Sekigahara] to 1600, η οποία εδραίωσε τη δικτατορία του Τογκουάουα

.

 

 

Όλμος Χειρός [Hand Mortar]

   Η αρχαιότερη χρήση βομβών που εκρήγνυνται χρονολογείται στο 1044 μ.Χ., όπου οι βόμβες εγκλείονταν σε χαρτί και γενικά χρησιμοποιούνταν για απόσπαση προσοχής και για να τρομάξουν τα άλογα του ιππικού. Ο πρώτος Κινέζικος όλμος χειρός, που χρησιμοποιήθηκε για να εκτινάξει σιδερένιες βόμβες, βρέθηκε το 1413. Κατά τη διάρκεια του 13 και 14 αιώνα οι βόμβες, που εκτινάσσονταν με το χέρι, χρησιμοποιούνταν συχνά στις μάχες και τελικά οι Κινέζοι άρχισαν να τις χρησιμοποιούν ως πυρομαχικά όλμου, αντικαθιστώντας τις σφαιρικές πέτρες από βλήματα.

   Ο όλμος χειρός είχε ιδιαίτερες δυνατότητες κινητικότητας και η θρυαλλίδα [φιτίλι]  του μπορούσε να μακρύνει ή να κοντύνει ανάλογα με το είδος τις βόμβας, που χρησιμοποιούνταν ως βλήμα. Εξαιτίας της ποικιλίας των βομβών που είχαν εφεύρει οι Κινέζικες και οι Κορεάτικες στρατιές, ο όλμος χειρός μπορούσε να προκαλέσει διαφορετικές επιπτώσεις, κάνοντας το πολύ προσαρμόσιμο και ένα πολύ επικίνδυνο πολιορκητικό όπλο.

 

 

 

Πλοία

 

 

Fuchuan

   Τα ‘Fuchuan’ πολεμικά πλοία ήταν βασικά ναυτικά ιστιοφόρα των Κινέζων στις εκστρατείες αναζήτησης θησαυρών κατά της δυναστείας Μινγκ τον 15ο αιώνα. Αυτά τα πλοία είχαν περίπου 50 μέτρα μήκος και 5 ιστούς που στήριζαν τα τετραγωνικά πανιά του πλοίου.

 

 

Φλεγόμενα Ιστιοφόρα (Fire Junks)

   Τα φλεγόμενα ιστιοφόρα, ή αλλιώς πλοία της μαύρης σκόνης, ήταν ιστιοφόρα στα οποία έβαζαν φωτιά και τα άφηναν να πλεύσουν μέσα στον εχθρικό στόλο (ή μερικές φορές τα καθοδηγούσε ένα μικρό πλήρωμα, το οποίο εγκατέλειπε εγκαίρως) με σκοπό να τα ανατινάξουν. Ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικά όταν έπλεαν μέσα στο λιμάνι και ανατίναζαν τα αγκυροβολημένα πλοία. 

 

 

 

Φρεγάτα

   Οι φρεγάτες άλλαξαν πολύ κατά τη διάρκεια των χρόνων, όμως άρχισαν ως γρήγορα, καλά οπλισμένα πλοία, που χρησιμοποιούνταν για κατασκόπευση, επίθεση σε εμπορικούς δρόμους αλλά και για να ‘γεμίζει’ τις μπροστινές γραμμές της μάχης όταν τα μεγαλύτερα πολεμικά πλοία είχαν αραιώσει. Οι πρώιμες φρεγάτες μετέφεραν μηνύματα καθώς και σημαντικούς επιβάτες. Αργότερα η μονή τους γέφυρα που είχε 20 μέχρι 30 κανόνια διπλασιάστηκε σε δύο γέφυρες με 40 μέχρι 60 κανόνια. Το μήκος τους ήταν 46 μέτρα και το βάρος τους έφτανε τους 950 τόνους. 

 

 

Γαλέρα

   Οι Γαλέρες , πολεμικά πλοία 37 μέτρων με τετράγωνα πανιά και τρεις ιστούς ,χρησιμοποιήθηκαν κυρίως από Ευρωπαϊκές δυνάμεις τον 15ο αιώνα. Κατάλληλες για μεταφορά φορτίου αλλά και για πολεμική χρήση, αποτελούσαν τον κύριο όγκο του διάσημου ‘Ισπανικού Στόλου του Θησαυρού’, ο οποίος μετέφερε πλούτη από την Αμερική πίσω στην Ισπανία. Κουβαλούσαν γύρω στα 30 κανόνια, που πυροβολούσαν από δύο καταστρώματα στα πλάγια του πλοίου. Αλλαγές στην βασική μορφή της γαλέρας οδήγησαν στην παραγωγή των βαριών Ισπανικών γαλερών και στις ελαφρύτερες και πιο εύχρηστες γαλέρες των Βρετανών και άλλων εθνών. Τελικά αντικαταστάθηκαν ως πλοία για πολλές χρήσεις από τα πλοία ‘clipper’, γρήγορα πλοία που μετέφεραν φορτίο, και από τα ογκώδη ‘Man-of-war’, πολύ δυνατά οπλισμένα πλοία που προωθούνταν κυρίως από πανιά, σε αντίθεση με τις γαλέρες που χρησιμοποιούσαν κουπιά.

 

 

Βομβαρδιστικό Πλοίο (Monitor)

   Τα βομβαρδιστικά πλοία φτιάχνονταν με την απομάκρυνση των μπροστινών  ιστών ενός πολεμικού πλοίου για να γίνει χώρος για την τοποθέτηση ενός ή περισσοτέρων κανονιών που φορτώνονταν στη γέφυρα του πλοίου. Αυτά τα πλοία τότε μπορούσαν να βομβαρδίσουν τα εχθρικά οχυρά από απόσταση μιλιών.

 

 

Ironclad (Τεθωρακισμένο Πλοίο)

   Γύρω στα μισά του 19ου αιώνα, πολεμικά πλοία τεθωρακισμένα με σιδερένιες πλάκες, προέκυψε ως το κυρίαρχο ναυτικό σκάφος στις συγκρούσεις σε όλο τον κόσμο. Κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού εμφυλίου, εξελίχτηκε η τάξη των βομβαρδιστικών πλοίων κινούμενα με ατμό.

   Τον Μάρτιο του 1862, συνέβη η πρώτη μάχη τεθωρακισμένων πολεμικών πλοίων, με το αμερικανικό USS (USS Monitor) ενάντια στο πλοίο CSS της Βιρτζίνια (CSS Virginia) ή αλλιώς  Merrimack του ναυτικού (Confederate States Navy). Μετά από τετράωρη μάχη, το πλοίο Merrimack τραβηχτικέ σε βαθύτερα νερά. Παρόλο που κανένα πλοίο δεν ανακυρήχθηκε κυρίαρχο, αυτή η μέρα σήμαινε το τέλος της εποχής των ξύλινων πολεμικών πλοίων.

 

 

 

 


Ναπολεόντειες Εχθροπραξίες

   Οι εχθροπραξίες την εποχή του Ναπολέοντα καθορίστηκαν από πολλές παραμέτρους:

Από την αποδοτικότητα του εύρους των τουφεκιών (περίπου 45– 91 μ. ), από την αποδοτικότητα του εύρους των βλημάτων των κανονιών (περίπου 914μ.), καθώς και από την ταχύτητα του βαδίσματος των στρατιωτών και των αλόγων. Οι ικανότητες των στρατηγών έπαιζε σπουδαίο ρόλο γιατί έπρεπε να εμψυχώνουν τους άντρες και να τους διατάσσουν κατάλληλα. Το ηθικό, η πειθαρχία και η εκπαίδευση των στρατιωτών απαιτούσε να στέκονται σε γραμμές ή να βαδίζουν σε στήλες  ενώ δέχονταν τα πυρά του εχθρού.

   Το βασικό ερώτημα ήταν πως οι στρατιώτες θα μπορούσαν να βαδίζουν σε στήλες εναντίων του εχθρού και η βασική απάντηση ήταν να βαδίζουν σε πυκνές στήλες κρατώντας τουφέκια με ενσωματωμένη ξιφολόγχη. Αν η στήλη είχε τη θέληση και τη δύναμη να βαδίζει διαρκώς, τότε ο εχθρός θα έσπαγε τη διάταξη του και θα αποσυρόταν, που σήμαινε νίκη. Τα κανόνια εκτόξευαν σιδερένιες μπάλες και ταυτόχρονα βάδιζαν διαταγμένα, προσπαθώντας να τρομοκρατήσουν τα εχθρικά στρατεύματα πριν την στιγμή της συνάντησης των στρατευμάτων των δύο πλευρών. Το πεζικό στις αμυντικές γραμμές πυροβολούσε τις αντίπαλες στήλες για τις αποδυναμώσει και να ρίξει το ηθικό των αντιπάλων. Οι ακροβολιστές [skirmisher] και από τις δύο παρατάξεις στις μπροστινές σειρές της μάχης προσπαθούσαν να κάνουν το ίδιο. Το ιππικό προσπαθούσε να βρει αποδιοργανωμένα στρατεύματα και να τα κατατρέξει.

   Γενικά, σε όλη την ναπολεόντεια εποχή, η Γαλλία ήταν πάντα πολεμικά ανώτερη : το πεζικό είχε το καλύτερο δυνατό ηθικό και βάδιζαν ταχύτατα, το ιππικό με το θάρρος του ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικό και τα κανόνια ήταν από τα πιο εξελιγμένα τεχνολογικά και καλοσυντηρημένα και πάνω από όλα οι στρατηγοί ήταν ικανότατοι στον χειρισμό της μάχης.

   Μέχρι το 1813 όμως οι άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν διδαχθεί αρκετά από τους Γάλλους και ως αποτέλεσμα είχαν ικανούς στρατηγούς και τέτοιο πλεονέκτημα ανθρώπινου δυναμικού, που αποδυνάμωνε του Γάλλους. Το 1815 στο Βατερλό τα πυρά του αγγλικού πεζικού σταμάτησαν τις συγκεντρωμένες γαλλικές στήλες, ενώ τα πρωσικά στρατεύματα χτυπούσαν ταυτόχρονα τους Γάλλους. Αυτή ήταν η αρχή του τέλους της μεγαλειώδους εποχής του Ναπολέοντα

 

 


 Ελληνική Επανάσταση 1821

 

Τα όπλα

   Ένα άλλο σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία της εξέλιξης των όπλων είναι η επανάσταση του 21Οι αγωνιστές του ’21 δεν θα είχαν καταφέρει να αντιμετωπίσουν τους Τούρκους στις μάχες αν ο εξοπλισμός τους δεν ήταν τουλάχιστον ισάξιος τεχνολογικά με αυτόν του εχθρού. Πρέπει να τονιστεί ότι οι Έλληνες είχαν συχνά δυσκολίες στην προμήθευση όπλων και εφοδίων λόγω οικονομικών δυσκολιών. Τα παρακάτω όπλα ήταν τα κυριότερα που χρησιμοποιήθηκαν κατά την διάρκεια της επανάστασης:

 

  Καριοφίλι:

   Εμπροσθογεμές τουφέκι με μακριά κάνη, που είχε για την πυροδότησή του πυριτόλιθο, το καριοφίλι ήταν το κλασικό όπλο της ελληνικής επανάστασης του 1821. Με αυτό δοξάστηκε η κλεφτουριά. Έγινε ο αχώριστος σύντροφος κάθε κλέφτη, κάθε αρματολού.

   Από τον ήχο του αντηχούσαν οι απόκρημνες ελληνικές βουνοκορφές. Οι πόλεις που το κατασκεύαζαν ήταν η Δημητσάνα και η Νάουσα. Η δημοτική μούσα ύμνησε το καριοφίλι όσο κανένα άλλο όπλο, το οποίο μεταχειρίστηκαν οι Έλληνες στους αγώνες τους

   Το καριοφίλι διαθέτει μεγάλο κοντάκιο με κοίλο περίγραμμα στην πάνω και πλαϊνή πλευρά και ελαφρά κυρτό στην κάτω. Η κάνη είναι επιμήκης, σχεδόν κυλινδρική, σιδερένια με στόχαστρο. Κάτω από την κάνη αναπτύσσεται ο ξύλινος ξυστός, που στο εσωτερικό του δέχεται το σιδερένιο οβελό γεμίσματος του όπλου. Σχεδόν όλο το ξύλινο κοντάκιο καθώς και ο ξυστός καλύπτονται με ελάσματα μπρούντζου που φέρουν εγχάρακτη διακόσμηση με φυτικά κυρίως μοτίβα και ενώνονται με μικρά καρφάκια, φανερώνοντας τάση για καλλιτεχνική διακόσμηση του όπλου. Πλατύ έλασμα περιβάλλει τη σκανδάλη, ενώ σώζεται καλά το σύστημα πυροδότησης του μπαρουτιού. Στη χειρολαβή υπάρχει κρίκος, προφανώς για το λουρί του όπλου.
Την ονομασία του την οφείλει στο Βενετικό εργοστάσιο κατασκευής όπλων, "CΑRLΟ E. FIGLI" (Κάρλο και υιοί) το οποίο και κατασκεύασε το πρώτο καριοφίλι.

 

 

Τρομπόνι - τρομπόνια 

   Σε αντίθεση με τους στεριανούς, οι Έλληνες Ναυτικοί δεν κρατούσαν τα καριοφίλια αλλά τα λεγόμενα Τρομπόνια  ,βραχύκαννα δηλαδή όπλα τα οποία έβαλλαν ταυτόχρονα πολλά μικρά σφαιρίδια μαζί.

 

 

 

 

 

   Σπάθη - Σπάθα 

Ένα απαραίτητο συμπλήρωμα του οπλισμού των αγωνιστών του 1821 ήταν η κυρτή ανατολικού τύπου ΣΠΑΘΗ , την οποία αναρτούσαν με μεταξωτά κυλινδρικά κορδόνια από τον ώμο τους ή σπανιότερα την αναρτούσαν με δύο λεπτά λουριά σε μία επίσης λεπτή δερμάτινη ζώνη την οποία φορούσαν στην μέση τους Επίσης : Οι σπάθες αποτελούσαν μέρος του οπλισμού των στρατιωτών μέχρι και τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Εντυπωσιάζει το σπαθί από την εποχή της Τουρκοκρατίας, με επιμήκη λάμα, κυρτή στη ράχη της ενώ στην κόψη είναι κοίλη και προς την αιχμή γίνεται κυρτή. Η λαβή αποτελείται από δυο τμήματα ξύλου που στο κάτω άκρο τους αποκτούν πλατιά, κυρτή επιφάνεια, εσωτερικά και εξωτερικά επίπεδη. Το κενό ανάμεσά τους καλύπτει ταινιωτό έλασμα από ατσάλι που φέρει εγχάρακτη διακόσμηση από κυματιστές γραμμές. Το έλασμα αυτό συνεχίζεται και πάνω από την ξύλινη λαβή, καλύπτοντας ένα τμήμα πριν αρχίσει η λάμα. Στη βάση της λάμας, και στις δυο όψεις, υπάρχει διακοσμητικό εγχάρακτο έλασμα, σχεδόν τριγωνικό, του οποίου η μια πλευρά σχηματίζει καμπύλες πάνω στην ξύλινη λαβή.

 

 

Φώτο = Χαρακτηριστική ... είναι  η «Aσήμω» (με το μαύρο φόντο) , η σπάθα του Oδυσσέα Ανδρούτσου (1788/89-1825), ο οποίος μετά το θρυλικό κατόρθωμα της Γραβιάς ανακηρύχθηκε αρχιστράτηγος της Ανατολικής Στερεάς, για να κατηγορηθεί στη συνέχεια από τους αντιπάλους του και να δολοφονηθεί στην Ακρόπολη της Αθήνας τον Ιούνιο του 1825.

 

           

Πιστόλα ή Μπιστόλα (ρόκες)  

Κοντόκανο όπλο που χρησιμοποιήθηκε κατά την Επανάσταση από τους αγωνιστές του 1821. Ήταν μονόκανες και δίκανες, οι οποίες αποκαλούνταν ‘διμούτσουνες’.



Φώτο

: Ασημένιες επίχρυσες πιστόλες (ρόκες) Τέλη 18ου αιώνα. Μήκος 58 εκ. Εξαιρετικό δείγμα ηπειρώτικης αργυροχρυσοχοϊας στα όπλα. Είναι στολισμένες με αχιβάδες , κανόνια , πελέκεις , ακόντια , λάβαρα και φυτά. Οι μηχανισμοί πυροδότησης είναι ευρωπαϊκοί.

 

Γιαταγάνι (Yatagan) 

Είναι ένα είδος μεγάλης μαχαίρας, χωρίς φυλακτήρα στη λαβή , τουρκικής προέλευσης.  Η λεπίδα του γιαταγανιού σχηματίζει κοίλη καμπύλη στο μέσο και κυρτή στην αιχμή. Πλατιά και καμπυλωτή προς το μέρος της αιχμής μάχαιρα ή σπάθη που χρησιμοποιήθηκε από τους Άραβες και τους Τούρκους.
Η χρήση του γενικεύτηκε κατά τη διάρκεια της Επανάστασης και αποτέλεσε απαραίτητο εξάρτημα του οπλισμού των Ελλήνων αγωνιστών.
Διαδεδομένο γενικά στα Βαλκάνια , την Μ.Ασία , την Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική .

 

 

 

 

 

Χαρμπί 

Χρησιμοποιείται για το γέμισμα του όπλου , αλλά και ως λίμα για το τρόχισμα των σπαθιών.

 

 

 

 

 

Άλλος Εξοπλισμός:

 

Παλάσκες 

Οι αγωνιστές του 1821 φορούσαν γύρω από την μέση τους τις Παλάσκες στις οποίες τοποθετούσαν τα πολεμοφόδια τους . Ήταν μία μικρή μεταλλική ορθογωνική θήκη για τις τσακμακόπετρες των πυροβόλων όπλων τους και το "μεδουλάρι" .

Φώτο : Ασημένια περίτεχνη ηπειρώτικη παλάσκα με φυτικά θέματα, διακοσμημένη με την τεχνική Σαβάτ(ι). Αρχές 19ου αιώνα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σελάχι  

Το σελάχι ήταν ανδρική ζώνη-θήκη που φοριόταν με τις φορεσιές με φουστανέλα. Χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τους οπλαρχηγούς της Επανάστασης και αργότερα από ορισμένους αστούς στην Πελοπόννησο, Στερεά Ελλάδα και Ήπειρο.

 

Φώτο : Δερμάτινο σελάχι με πιστόλες και μαχαιράκι

 

 

 Μεδουλάρι  

Το Μεδουλάρι είναι μεταλλική θήκη όπου φυλαγόταν το μεδούλι (λίπος) για την λίπανση των όπλων. Κρεμόταν από τη μέση, στερεωμένο στο σελάχι ή το ζωνάρι, συνήθως στην αριστερή πλευρά.

Φώτο : Ασημένιο μεδουλάρι (δοχείο λίπους) 19ος αιώνας

 

 

 

 

 

 

 

 

Τα πλοία

Όμως, στην επανάσταση του ’21 δεν έπαιξε ρόλο μόνο η τεχνολογική εξέλιξη στα όπλα, αλλά και στα πλοία. Οι επιτυχίες των Ελλήνων στις ναυμαχίες ήταν καθοριστικές για την έκβαση του πολέμου. Οι παρακάτω τύποι πλοίων ήταν αυτοί που χρησιμοποιήθηκαν περισσότερο:

 

Πυρπολικό πλοίο

   Το λεγόμενο Πυρπολικό πλοίο υπήρξε το κατ΄ εξοχήν ιστιοφόρο καταδρομικό πλοίο στις πολεμικές επιχειρήσεις των Ελλήνων στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Τα Πυρπολικά πλοία, μεγάλα ή συνηθέστερα μικρά σκάφη, ήταν σε χρήση και από τη αρχαιότητα με ποιο γνωστή εκείνη στη Τύρο στη διάρκεια της πολιορκίας της όταν ο Αλέξανδρος ο Μέγας επιχειρούσε να τη καταλάβει. Αλλά και κατά το Μεσαίωνα, αλλά και προ της έναρξης του Απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων το 1821 η χρήση τους ήταν γνωστή. Οι Ρώσοι κατέστρεψαν το Τουρκικό στόλο το 1770 στο Τσεσμέ με χρήση πυρπολικών.

   Σε όλες όμως τις παραπάνω περιπτώσεις η επιτυχία των πυρπολικών σκαφών εξαρτιόταν από τους υφιστάμενους ανέμους και μόνο από αυτούς, αφού τότε και μόνο αφήνονταν "παρασυρόμενα" από αυτούς. Αντίθετα η χρήση των πυρπολικών στην Εθνεγερσία που ήταν πλέον πλοία επανδρωμένα βασιζόταν κυρίως στην ευψυχία, τη ναυτική εμπειρία και την ικανότητα των Πλοιάρχων και των πληρωμάτων τους. Το ελληνικό πυρπολικό κατά τον αγώνα του 1821 είναι πλέον σκάφος επανδρωμένο με "έδρα" είτε συγκεκριμένο λιμάνι που παρέμενε εντός αυτού, είτε ελεύθερο στο πέλαγος "πελαγίσιο" που αναζητούσε στόχο. Κατά τη "πυρπόληση" έπρεπε να προσκολληθεί και να προσδεθεί άρρηκτα με το εχθρικό πλοίο πολύ πολύ γρήγορα στη συνέχεια να τεθεί σ΄ αυτό "πυρ" και έγκαιρα να εγκαταλειφθεί από το πλήρωμά του. Είναι προφανές ότι σε τέτοια επιχείρηση εκτός του θάρρους, της αποφασιστικότητας αλλά και της ψυχραιμίας, απαιτούνταν και πλήρης συντονισμός ενεργειών Πλοιάρχου και πληρώματος.

   Το Πυρπολικό του 21 οφείλει τη πρώτη του κατασκευή στον Παργινό Ιωάννη Δημουλίτσα με το παρωνύμιο "Πατατούκος" ο οποίος από μικρός δούλευε σε ψαριανά καράβια και στα ταξίδια του γνώρισε τα μυστικά και στον Κων. Νικόδημο τη τελειοποίησή του. Πρώτη επιτυχής χρήση του επανδρωμένου Πυρπολικού έγινε στις 27 Μαΐου 1821 στην Ερεσό όπου οι Τούρκοι απώλεσαν ένα αξιόλογο πλοίο "γραμμής". Αναδειχθείς πρώτος "Πυρπολητής" ο Παπανικολής. Τότε ξένος παρατηρητής σημείωνε "...τελικά οι Έλληνες βρήκαν το όπλο της Επανάστασης"! Μετά από αυτό το γεγονός οι Πρόκριτοι εγκρίνανε μετατροπές παλαιών ιστιοφόρων σε πυρπολικά εξαγοραζόμενα από τη τότε κυβέρνηση αντί 25.000 και 45.000 γρόσια με ισόποση περίπου δαπάνη για τη μετατροπή τους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Βρίκιον (ή Μπρίκιο) (πάρωνες και μπρίκια)

   Βρίκιον (ή Μπρίκιο): ήταν ονομασία παλαιότερου ιστιοφόρου δίστηλου (δικάταρτου) εμπορικού ή Πολεμικού πλοίου, ίδιο με Πάρωνα.
Αυτός ο τύπος ιστιοφόρου έφερε στη πλώρη «πρόβολο» (το κοινώς λεγόμενο "μπαστούνι" ή "μπαμπρέσο") για τους τρεις "αρτέμωνές" του (3 κατάπλωρα τριγωνικά ιστία), "ακάτιο ιστό" και τον "μέγα ιστό" (δεύτερος από πλώρη και ψηλότερος) για τα "τετράγωνα" ιστία, τα τριγωνικά (λεγόμενα και "προίστια") και για τον "επίδρομο" (πρυμναίο τραπεζοειδές ιστίο). Ήταν πανομοιότυπος με τον εμπορικό Δρόμωνα ή "νάβα" και του εμπορικού Μυοδρόμωνα (Μπάρκου ή Γαβάρας) αν λογισθεί ο τρίτος και πρυμναίος ιστός τους ως να μη υπάρχει.
Το αντίστοιχο πολεμικό πλοίο του τύπου αυτού λέγεται Πάρων. Μέχρι το 1849 καμία διαφορά μεταξύ του Βρίκιου και του Πάρωνα δεν υπήρχε, όταν εμφανίσθηκαν το έτος εκείνο οι "διπλοί δόλωνες" και άλλες συναφείς διευκολύνσεις τις οποίες και εγκολπώθηκαν τα εμπορικά Βρίκια, όχι όμως και οι πολεμικοί Πάρωνες όπου η μεταξύ τους διαφορά έγινε πλέον αισθητή, όταν ακόμη πρώτοι οι Ιταλοί, (και τελικά μόνο αυτοί), ναυπήγησαν το 1891 δύο θαυμάσιους εκπαιδευτικούς σιδερένιους πάρωνες.  Πρόδρομος του Βρικίου υπήρξε το Βριγαντίνο που όταν αυτό τελειοποιήθηκε η διαφορά τους ήταν πολύ δυσδιάκριτη για κάθε "στεριανό" μάτι. Τα Βρίκια λόγω των ναυτικών αρετών τους θεωρήθηκαν τα προσφιλέστερα των Ελλήνων ναυμάχων πλοία κατά την διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Επειδή κατά την Εθνεγερσία βρέθηκαν τα περισσότερα με πλείστα πυροβόλα λόγω των πολύ συχνών μικροναυμαχιών με πειρατές, καμία διαφορά ουσιαστική, ακόμα και τυπική δεν υπήρχε μεταξύ του Βρικίου και του πολεμικού Βρικίου δηλαδή του Πάρωνα, που πρόσθετα έφερε 12 - 18 πυροβόλα (κανόνια) στο κατάστρωμα και πλήρωμα 100 άνδρες.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Γαλεάσσα ή Γαλεάτσα

   Η Γαλεάσσα ή Γαλεάτσα ήταν τύπος πολεμικού πλοίου, αμφικίνητο (ιστιοφόρο και κωπήλατο), που εξελίχθηκε από τη Γαλέρα κυρίως με προσθήκη καταστρώματος από πλώρη μέχρι πρύμνη. Στις αρχές του 17ου αιώνα έφθασε σε εκτόπισμα τους 1000 τόνους με μήκος 58 μ., πλάτος 11 μ. και βύθισμα τα 5 μ. Η ιστιοφορία της Γαλεάσσας αποτελούνταν από τρία λατίνια σε ισάριθμους ιστούς. Η δε μηχανική (κωπηλάτη) πρόωσή της γινόταν με 52 κουπιά (κώπες) μήκους 16 μέτρων, το καθένα, το οποίο και χειρίζονταν ("ηλαύνετο") από 8-9 κωπηλάτες. Το δε πυροβολικό της το αποτελούσαν 10 πυροβόλα (κανόνια) στη πλώρη, 8 στη πρύμνη και κάποια λιθοβόλα κατά πλευρά σε ίσες αποστάσεις μεταξύ τους.
Οι Γαλεάσσες καθώς και οι γαλέρες ήταν τα ενδιάμεσα πλοία στη κυριαρχία των ιστίων έναντι των κουπιών που καθιερώθηκαν αμέσως μετά την ιστορική Ναυμαχία της Ναύπακτου

 

 

 


 

Α' Παγκόσμιος Πόλεμος,

   Επίσης γνωστός ως ο Μεγάλος Πόλεμος (αγγλ. Great War, γαλλ. Grande Guerre), όπως λέγονταν πριν το ξέσπασμα του δεύτερου πολέμου, ήταν μια γενικευμένη σύγκρουση των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων που διήρκεσε από τον Αύγουστο του 1914 ως τις 11 Νοεμβρίου 1918. Οι Ενωμένες Δυνάμεις (κυρίως οι Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, ως τις αρχές του 1918 η Ρωσία και, από το 1917, οι Η.Π.Α.) νίκησαν τις Κεντρικές Δυνάμεις (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία και Βουλγαρία) και οδήγησαν στην κατάρρευση τεσσάρων αυτοκρατοριών και σε ριζικές αλλαγές στον χάρτη της Ευρώπης. Οι Ενωμένες Δυνάμεις συχνά ονομάζονται οι Δυνάμεις της Αντάντ, ενώ οι Κεντρικές Δυνάμεις αναφέρονται και ως η Τριπλή Συμμαχία

   Δημιουργήθηκαν έτσι δύο είδη πολεμικών αεροσκαφών: αναγνωριστικά και βομβαρδιστικά. Ο α' παγκόσμιος πόλεμος δημιούργησε και ένα άλλο είδος, τα καταδιωκτικά. Το 1910 ο Ολλανδός γενικός αρχίατρος DE MOOY προτείνει την χρησιμοποίηση των αεροπλάνων για τη μεταφορά των τραυματιών μακριά από το πεδίο της μάχης. Από τότε η ιατρική αεροπορία αποκτά σημαντική εξέλιξη. Κατά τη διάρκεια του εμφύλιου ισπανικού πολέμου (1936- 1938), οι Γερμανοί απόδειξαν τη δυνατότητα της μαζικής διακομιδής τραυματιών σε μεγάλες αποστάσεις. Κατά τον β' παγκόσμιο πόλεμο η υγειονομική αεροπορία παρουσίασε αξιοσημείωτη ανάπτυξη. Με τη συνθήκη του Σικάγου, το 1944, ιδρύθηκε με την επωνυμία "Προσωρινή οργάνωσις της Διεθνούς Πολιτικής αεροπορίας", διεθνής οργανισμός με αντικείμενο την ανάπτυξη των διεθνών αεροπορικών μεταφορών και την αύξηση των όρων ασφαλείας και αρχικά υπήρξε αυτόνομος.


 

 

Β’ Παγκόσμιος

   Στην τεχνολογία πυραύλων είχαν στις αρχές της δεκαετίας του 1940 πρωτοπορία οι Γερμανοί, οι οποίοι κατά τη διάρκεια του παγκόσμιου πολέμου βομβάρδιζαν εξ αποστάσεως το Λονδίνο και άλλες βρετανικές πόλεις (πύραυλοι V2). Με τη λήξη του πολέμου εξελίχθηκε ένας αγώνας δρόμου των νικητών για να «κλείσουν» περισσότερους και καλύτερους Γερμανούς ειδικούς στην πυραυλική τεχνολογία

 

 

 

Στρατός κα θητεία

Τεράστια ώθηση στην πολεμική τεχνολογία με αποφασιστική συμβολή της επιστήμης παρατηρείται κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο: νέοι τύποι τεθωρακισμένων, πλοίων, υποβρυχίων, αεροσκαφών, αυτοκινούμενων τηλεβόλων, αυτομάτων όπλων, πολλαπλοί εκτοξευτές πυραύλων, τηλεκατευθυνόμενοι πύραυλοι, αεριωθούμενο αεροσκάφος, ελικόπτερο, ραδιοεντοπισμός, τηλεπικοινωνίες, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ατομική βόμβα κ.ά.

 

   Νεότερες κατευθύνσεις της πολεμικής τεχνολογίας.

Τα κεκτημένα της πολεμικής τεχνολογίας του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου άλλαξαν άρδην τη σχέση επιστήμης - τεχνολογίας – πολεμικής βιομηχανίας, τη δομή και τις λειτουργίες του στρατού και έθεσαν τις βάσεις για τις νεότερες κατευθύνσεις της πολεμικής τεχνολογίας. Ενδεικτικά επισημαίνουμε μερικές από αυτές:

 - βαλλιστικοί πύραυλοι (διηπειρωτικοί, πολλαπλών κεφαλών, μέσου και μικρού βεληνεκούς), στρατηγικά αεροδυναμικά βλήματα.

- νέοι τύποι αεροσκαφών πολλαπλών ρόλων, υπερευελιξία, κινητήρες με μεταβλητή γωνία ώσης, μη επανδρωμένα εναέρια οχήματα, αεροσκάφη συλλογής ηλεκτρονικών πληροφοριών και ηλεκτρονικού πολέμου, συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης και ελέγχου, συστήματα αυτοπροστασίας, συστήματα απεικόνισης επί κράνους χειριστή αεροσκάφους, εναέριος ανεφοδιασμός καυσίμου, τεχνολογίες χαμηλού ίχνους.

- συστήματα αυτόματης καθοδήγησης βλημάτων (οπτικής, λέιζερ, θερμικού ίχνους κ.ά.).

- αντιαεροπορικά και αντιβαλλιστικά συστήματα με δυνατότητες αυτόματης ταυτόχρονης εμπλοκής (ανίχνευσης, αναγνώρισης φίλιων ή εχθρικών στόχων, ιχνηλάτησης και καθοδήγησης πυραύλων ) πολλαπλών στόχων, με τρισδιάστατο ραδιοεντοπισμό ακτινοβολίας – καθοδήγησης κλπ.

- χημικά και βιολογικά όπλα.

- χρήσεις τεχνολογιών λέιζερ, πλάσματος, ηλεκτρομαγνητικών τηλεβόλων.

 

   Στις μάχες του πολέμου αυτού κυριαρχεί η μαζικότητα των όπλων και βεβαίως η εξελιγμένη και επιμελημένη πλέον τακτική σχεδίαση. Η τεχνολογία και τα λεγόμενα "όπλα μαζικής καταστροφής" κυριαρχούν. Στόλοι θωρηκτών, σμήνη βομβαρδιστικών και μαχητικών αεροσκαφών, καθώς και μεραρχίες τεθωρακισμένων δεσπόζουν των συγκρούσεων. Η παραγωγή των όπλων είναι εκπληκτική. Τα γερμανικά εργοστάσια παράγουν ανά 8 λεπτά ένα άρμα μάχης (100 την ημέρα). Η εξέλιξη της ναυπηγίας ακολουθεί ομοίως. Οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί αποτελούν συνήθεια. Επακόλουθο, ο πόλεμος αυτός δημιούργησε και τις μεγαλύτερες μέχρι τότε συμμαχίες στο κόσμο.

Στη νέα τακτική, η αεροπορία πλέον είναι πρώτη δύναμη, που εξαπολύει επιδρομές στρατηγικών στόχων, πριν προλάβουν άλλες δυνάμεις χερσαίες και θαλάσσιες να επέμβουν. Στην υπηρεσία αυτής εμφανίζεται το αεροπλανοφόρο. Το 1937 οι Άγγλοι κατασκευάζουν τον αεροστρόβιλο κινητήρα που όμως θ΄ αργήσει λίγο η πλήρης εφαρμογή του στα αεριωθούμενα. Η πρώτη αερομαχία τέτοιων σκαφών θα πραγματοποιηθεί σε μια άλλη αναμέτρηση στο "Πόλεμο της Κορέας". Τα αερόπλοια τύπου Ζέπελιν ήδη αρχίζουν να παραχωρούν τη θέση τους σε μια νέα ιπτάμενη συσκευή που σχεδίασε το 1939 ο Ιγκόρ Σικόρσκι, που δεν είναι άλλο από το ελικόπτερο. Παράλληλα η ηλεκτρονική παρουσιάζει πρώτα το ραντάρ για ν΄ ακολουθήσει η τηλεκατεύθυνση των όπλων. Στην υπηρεσία του πολέμου σπεύδουν να προσφέρουν και άλλες επιστήμες και τεχνικές, η ψυχολογία των μαζών και εξ αυτής η προπαγάνδα που ανάγεται αμέσως σε όπλο, ομοίως και η κατασκοπεία. Μέσα σ΄ αυτή τη δίνη και ο διωγμός των Εβραίων μεγάλος αριθμός των οποίων θανατώθηκε ή υπέστη ιδιαίτερες ταλαιπωρίες.

   Τρεις υπήρξαν οι μεγάλες ανάσες για τη διακοπή του πολέμου, η αντίσταση της Ελλάδας, η γερμανική ήττα στο Ελ Αλαμέιν και η αντίσταση και στη συνέχεια επίθεση του ρωσικού στρατού. Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις του πολέμου αυτού ήταν η λεγόμενη "Μάχη της Αγγλίας" που ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1940 με το όνομα "επιχείρηση θαλάσσιος λέοντας", (γερμανικό σχέδιο εισβολής στην Αγγλία) που κράτησε δύο μήνες και θεωρείται η μεγαλύτερη μάχη στην Ιστορία που διεξήχθη αποκλειστικά στον αέρα, ο ιαπωνικός βομβαρδισμός του Περλ Χάρμπορ που εισήγαγε τις Η.Π.Α. στον πόλεμο και ασφαλώς η απόβαση της ή στη Νορμανδία

Αντιαρματικά όπλα (Α-Τ)

   Τα αντιαρματικά (Α-Τ) όπλα εμφανίστηκαν για πρώτη φορά κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και έκτοτε, με τη συνεχή εξέλιξή τους, περιόρισαν αρκετά το ρόλο των Τεθωρακισμένων δίνοντας σημαντικές αντιαρματικές δυνατότητες στις Μονάδες Πεζικού.

   Τα άρματα μάχης, προκειμένου να επιβιώσουν στο σύγχρονο πεδίο της μάχης, προβαίνουν σε τοποθέτηση ανθεκτικής θωράκισης εναντίον βλημάτων κινητικής ενέργειας ή κοίλου γεμίσματος, με χρήση προηγμένων σύνθετων θωρακίσεων, όπως διπλή θωράκιση, ενεργητική θωράκιση (ERA) και άλλες. Από πλευράς Α-Τ όπλων, σήμερα καταβάλλεται προσπάθεια για ανάπτυξη ελαφρών σε βάρος οπλικών συστημάτων, με βελτιωμένη πιθανότητα προσβολής και διατρητικότητα και με δυνατότητα προσαρμογής τους επί όλων των μέσων (οχήματα- Ε/Π). Επιδιώκεται, επίσης, η δυνατότητα αποτελεσματικών βολών (ημέρα και νύκτα), με αυτόματη καθοδήγηση του βλήματος προς το στόχο και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες καιρού και ορατότητας (χρήση θερμικών διοπτρών).

 

Springfield

Τύπος: Χειροκίνητο

Χώρα προέλευσης: ΗΠΑ

Διαμέτρημα: 7.62 x 63 mm

Ρυθμός ριπών: 10 σφαίρες το λεπτό

 

Το μέτριο σχετικά νορβηγικό Krag-Jorgensen των Αμερικάνων στον Ισπανό-Αμερικάνικο πόλεμο γέννησε την ανάγκη για ένα νέο τoυφέκιο. Δανειζόμενοι από το αξιόπιστο Μάουζερ των 7mm, πρόσθεσαν μερικές αλλαγές και παρουσίασαν ένα τoυφέκιο με γεμιστήρα που παρουσίαζε εκπληκτική ακρίβεια. Τα αποτελέσματα ήταν θεαματικά. Στην μάχη του Μπέλλε Γούντς το 1918, οι Αμερικανοί πεζοναύτες με τα Springfield απωθούσαν αντεπιθέσεις από απόσταση 600 μέτρων. Το τoυφέκιο χρησιμοποιήθηκε τόσο στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο όσο και στην Κορέα.

 

 

M14

Εμφανίστηκε το 1957 στο στάνταρ διαμέτρημα του ΝΑΤΟ, 7,62 mm, και πρωτο-χρησιμοποιήθηκε στο Βιετνάμ. Μετά από λίγο καιρό αποσύρθηκε δίνοντας την θέση του στο ελαφρύτερο Μ16.

 

 

 

Πυρηνική βόμβα

   Ειδικότερα, η στρατιωτική τεχνολογία ανέδειξε τους τομείς της πυρηνικής ενέργειας και πυραυλικής τεχνολογίας, οι οποίοι αξιοποιήθηκαν και θα αξιοποιούνται και μελλοντικά παράλληλα για ειρηνικές εφαρμογές. Κατά τον ανταγωνισμό των αντιπάλων παρατάξεων του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου για την κατασκευή της ατομικής βόμβας, έφτασαν πρώτοι στο στόχο οι Αμερικάνοι, αν και οι Γερμανοί διέθεταν περισσότερους και διασημότερους επιστήμονες. Όταν τελικά η ατομική βόμβα ήταν διαθέσιμη ως όπλο, ο πόλεμος είχε ουσιαστικά τελειώσει, αλλά οι Αμερικάνοι έριξαν δύο από τις πρώτες βόμβες για καθαρά πολιτικούς λόγους στις ιαπωνικές πόλεις Ναγκασάκι και Χιροσίμα, με εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπινα θύματα και τεράστιες υλικές ζημιές. Στα επόμενα χρόνια απέκτησαν την πυρηνική τεχνολογία, στη Δύση οι Βρετανοί και οι Γάλλοι και στην Ανατολή (εν μέρει με κατασκοπευτικές μεθόδους) οι Σοβιετικοί και οι Κινέζοι.

   Η ατομική βόμβα είναι βόμβα που λειτουργεί με πυρηνικά υλικά (όπως ουράνιο) και βασίζεται στην αλυσιδωτή αντίδραση (μη ελεγχόμενη σχάση). Ένας βαρύς ραδιενεργός πυρήνας βομβαρδίζεται με νετρόνιο(α) και εκλύει ενέργεια, άλλους πιο ελαφρείς πυρήνες και νετρόνια. Με τη σειρά τους τα παραγόμενα νετρόνια βομβαρδίζουν άλλους πυρήνες κ.ο.κ. οπότε αρχίζει μια αυτοσυντηρούμενη αλυσιδωτή αντίδραση που αν δεν ελεγχθεί καταλήγει σε έκρηξη (όπως οι βόμβες που έπεσαν στην Χιροσίμα και το Ναγκασάκι). Αυτές είναι οι βόμβες σχάσης.

   Οι βόμβες υδρογόνου καλούμενες υδρογονοβόμβες βασίζονται στην αντίθετη διαδικασία, τη πυρηνική σύντηξη. Αυτές πρώτα σχάζουν κάποιο υλικό για να θερμανθούν αρκετά και έπειτα συντήκουν δευτέριο (2 ελαφροί πυρήνες δευτερίου παράγουν ένα βαρύτερο πυρήνα ηλίου).

 

 


Επίλογος:

   Μελετώντας την ανθρώπινη ιστορία, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο πρωταρχικός σκοπός κάθε εφεύρεσης ήταν πολεμικός. Η ανάγκη για πόλεμο ώθησε πολλούς πολιτισμούς να επενδύσουν στην ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, με αποτέλεσμα αυτοί οι λαοί να προοδεύσουν και να επικρατήσουν `όποιος υστερούσε σε αυτόν τον τομέα, κινδύνευε σοβαρά να κατακτηθεί. Με το πέρασμα των αιώνων και με τα τεχνολογικά άλματα που έγιναν, τα όπλα έγιναν πιο «έξυπνα», πιο θανατηφόρα. Έτσι από τα όπλα που απαιτούσαν μεγάλη σωματική ρώμη, φτάσαμε στα όπλα που μπορούν να σκοτώσουν με το πάτημα ενός κουμπιού και από τα όπλα που η «αποτελεσματικότητα τους» περιοριζόταν στα ένα ή δύο άτομα, σήμερα έχουμε τα όπλα μαζικής καταστροφής που μπορούν να πάρουν την ζωή χιλιάδων ανθρώπων.

   Όμως οι πολεμικές συγκρούσεις γέννησαν ,εκτός από νέες τεχνολογίες, έχθρα και μίσος ανάμεσα στους λαούς. Μετά από κάθε πόλεμο, οι χώρες αποδυναμώνονταν και οι άμαχοι θρηνούσαν τους χαμένους. Ιστορικά παραδείγματα: ο Πελοποννησιακός πόλεμος ήταν η αιτία του τέλους της χρυσής εποχής της Αθήνας. Ο Α’ παγκόσμιος πόλεμος άφησε πίσω του 9 εκατομμύρια οικογένειες να πονούν για τους χαμένους συγγενείς τους. Ο Β’ Παγκόσμιος από την άλλη έδειξε το πιο σκληρό του πρόσωπο στο τέλος του, με τη ρίψη της πυρηνικής βόμβας στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι. Μέσα σε 25 λεπτά, μια ολόκληρη πόλη έγινε στάχτη όπως και οι ψυχές 300.000 κατοίκων.

   Το συμπέρασμα λοιπόν από όλα αυτά δεν είναι ότι η τεχνολογία είναι κακή, αλλά ότι αν πέσει στα χέρια των λάθος ανθρώπων γίνεται κακή. Γι’ αυτό πρέπει να φροντίσουμε εμείς οι πολίτες, και κυρίως οι νέοι, να έχουν την εξουσία άνθρωποι που δεν θα θυσιάσουν αξίες και αθώες ζωές για να γίνει η χώρα τους πλουσιότερη. Γιατί οι πόλεμοι δεν γίνονταν ούτε γίνονται για να λυθούν πολιτισμικές ή θρησκευτικές διαφορές ή για να σωθεί κάποιος αδύναμος λαός. Το κύριο αίτιο τους ,αυτό που πονάει πιο πολύ, είναι τα οικονομικά συμφέροντα των χωρών. Αναρίθμητοι στρατιώτες έγιναν μαριονέτες στα χέρια των μεγάλων ηγετών και εκτελώντας τις εντολές τους, πολιτισμοί αφανίστηκαν, αθώοι κατακρεουργήθηκαν και διαπράχθηκαν βιαιότητες που ανατριχιάζουμε και να τις σκεφτούμε. Το αίμα των αυτών αθώων αλλά και των στρατιωτών που χύθηκε σε όλους τους πολέμους ανά τους αιώνες πρέπει  να είναι μια υπενθύμιση για όλους εμάς ότι όσο γίνονται πόλεμοι στον κόσμο θα επικρατεί η δυστυχία, η πείνα και η ανισότητα. Έτσι λοιπόν δεν πρέπει να εφησυχάζουμε μέσα στον καταναλωτικό μας κόσμο, αλλά να τολμάμε να κοιτάζουμε εικόνες που στιγμάτισαν την παγκόσμια ιστορία, ακριβώς σαν και αυτές :

Εικόνα από τον πόλεμο στο Βιετνάμ

Η Χιροσίμα μετά την ρίψη της βόμβας

 

Πατέρας που κρατά το νεκρό παιδί του

Ιρακινός αιχμάλωτος με το παιδί του

Εικόνα από το Βιετνάμ

Άνδρας που υπέστη βασανιστήρια

 

Θάνατος στρατιώτη από τον Ισπ. Εμφύλιο    

 

Στρατιώτης στο Ιράκ


Πηγές:

www.wikipedia.com

www.google.com

Εγκυκλοπαίδεια Δομή

Περιοδικό Focus

Παιχνίδι ‘Age of Empires’