Η ανάγκη αναπαράστασης του
γεωγραφικού χώρου:
Σε αρκετούς λαούς χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικά αριθμητικά συστήματα, και σε πολλά μεγέθη έχει παραμείνει σαν βάση το 12 ή το 60. Οι Μάγια χρησιμοποίησαν εικοσαδικό με τεράστια νούμερα (είχαν νούμερα σαν το 23.040.000.000 εκφρασμένα με ένα σύμβολο «αλαούτουν»!), αντίστοιχα νούμερα παρατηρούμε και σε Iνδικά έπη. Δυαδικό σύστημα όμως δεν συναντάμε πουθενά εκτός από ένα μέρος.
Βορειοδυτικά της Νέας Γουινέας βρίσκεται το
νησί Apraphul. Εκεί βρέθηκε μία διάταξη με σχοινιά και τροχαλίες που δεν
έδειχνε να εξυπηρετούσε τίποτε προφανές. Μετά από προσεκτικότερη ανάλυση
αποδείχτηκε ότι αποτελούσε τμήμα του αρχαιότερου γνωστού ψηφιακού υπολογιστή. Η
κατασκευή χρονολογείται γύρω στο 850 μ.Χ.
Οι κάτοικοι του Apraphul ήταν ικανοί
θαλασσοπόροι με καλοκατασκευασμένα σκάφη. Φαίνεται ότι για κάποιο λόγο
χρησιμοποιούσαν δυαδικό σύστημα αρίθμησης όμοιο με αυτό των σημερινών
υπολογιστών!
δυαδικό |
000 |
001 |
010 |
011 |
100 |
101 |
110 |
111 |
δεκαδικό |
0 |
1 |
2 |
3 |
4 |
5 |
6 |
7 |
Στην κατασκευή που βρέθηκε χρησιμοποιούταν
κουτιά με οπές απ' τις οποίες έβγαιναν σκοινιά που ανάλογα με το μήκος τους
δίνανε ένδειξη 0 ή 1. Με τρία κουτιά και τα μήκη σκοινιών τους μπορούσαν να
εκφράσουν τα πρώτα 8 ψηφία του δεκαδικού μας συστήματος.
Χρησιμοποιώντας 10 κουτιά θα μπορούσαν να
εκφραστούν 1024 αριθμοί.
Στην συνέχεια φυσικά το επόμενο λογικό βήμα ήταν κουτιά που λειτουργούσαν σαν
πύλες συγκεκριμένων λειτουργιών, όπως πύλες τύπου AND, OR, και αναστροφείς.
Πολυπλέκτες και flip flop σαν μνήμες κατασκευαζόταν με συνδυασμούς των
απλούστερων πυλών.
Βρέθηκαν σε κάποια περιοχή σειρές των 8
κουτιών από κουτάκια flip flop. Δηλαδή μνήμη 8 bit! Μετά από αυτά υπήρχαν πύλες
AND και OR σε λειτουργία καταχωρητών! Πιστεύεται ότι αυτός ο υπολογιστής είχε
την δυνατότητα προγραμματισμού σε επίπεδο bit και byte βέβαια. Για να κινηθεί η
τεράστια αυτή δέσμη σκοινιών με ακρίβεια, χρησιμοποιούταν εντατήρες για να τα
κρατάνε τεντωμένα και ελέφαντες για να τα κινούν! Στην περιοχή βρέθηκαν αρκετά
κόκαλα ελεφάντων που το πιστοποιούν.
Ποιος κατασκεύασε αυτόν τον ψηφιακό
υπολογιστή και τι υπολόγιζε παραμένει μυστήριο, ειδικά γι' αυτή την περιοχή του
πλανήτη που δεν μας συνήθισε σε παρόμοιες εκπλήξεις, τουλάχιστον μέσα στην
ιστορία όπως προς το παρόν την ξέρουμε.
Ο άβακας είναι ένα απλό αριθμοόργανο που το χρησιμοποιούμε για την εκτέλεση των βασικών πράξεων (πρόσθεση, αφαίρεση και πολλαπλασιασμό).
Η λέξη άβακας προέρχεται από την ελληνική λέξη άβαξ που σημαίνει "τραπέζι υπολογισμών". Επειδή το άβαξ σήμαινε και "τραπέζι με άμμο ή σκόνη" που χρησιμοποιείτο για την σχεδίαση γεωμετρικών σχημάτων, υπάρχει επίσης η υπόθεση ότι η Ελληνική λέξη προήλθε από την Σεμιτική ρίζα ābāq, την Εβραϊκή λέξη για την σκόνη.
Χρησιμοποιούταν για αιώνες πολύ πριν την υιοθέτηση του συστήματος των Αραβικών αριθμών. Πιθανολογείται ότι ανακαλύφτηκε την εποχή των Βαβυλωνίων (περίπου το 5000 π.χ.), οι οποίοι το χρησιμοποιούσαν κατά κόρον. Αργότερα (περίπου 1500 π.χ.) έφτασε στην Ελλάδα όπου και χρησιμοποιήθηκε από τους Έλληνες της προϊστορικής εποχής.
Αποτελεί ένα ορθογώνιο πλαίσιο
που είναι κατασκευασμένο από ξύλο και χωρισμένο σε παράλληλες γραμμές. Κάθε
γραμμή περιέχει ένα σύνολο από χάντρες που κινούνται πάνω σε στερεωμένα λεπτά
ξυλαράκια ή σύρματα. Σήμερα χρησιμοποιείται ευρέως από εμπορευόμενους και
γραφειακούς υπαλλήλους στην Κίνα
και αλλού αλλά και ως παιδικό εκπαιδευτικό παιχνίδι από μικρά παιδιά για την
εκμάθηση των αριθμών και απλών προσθέσεων.
Ένας ελληνικός άβακας βρέθηκε στην Σαλαμίνα το 1846, χρονολογείται γύρω στο 300 π.χ. και υπολογίζεται ότι είναι ο αρχαιότερος που βρέθηκε μέχρι σήμερα. Αρχικά θεωρήθηκε ότι ήταν ένα επιτραπέζιο παιχνίδι.
Είναι κατασκευασμένος πάνω σε
μια πλάκα, με διαστάσεις
Ο τελευταίος ρωμαϊκός άβακας που παρουσιάζεται στην διπλανή αναδημιουργία αποτελείται από οκτώ μακριά αυλάκια που περιέχουν μέχρι πέντε χάντρες το κάθε ένα και οκτώ πιο μικρά αυλάκια που έχουν είτε μια είτε καμία χάντρα.
Το χαρακτηριστικό αυλάκι Ι δείχνει τις μονάδες, το Χ τις δεκάδες κλπ. μέχρι τα εκατομμύρια. Οι χάντρες στα πιο μικρά αυλάκια δείχνουν πέντε πεντάδες μονάδες, πέντε δεκάδες, κ.τ.λ., ουσιαστικά σε ένα κωδικοποιημένο πενταδικό σύστημα, προφανώς σχετικό με τους ρωμαϊκούς τρόπους μετρήσεων των αριθμών. Τα μικρά αυλάκια στα δεξιά μπορεί να είχαν χρησιμοποιηθεί για τον υπολογισμό των ρωμαϊκών ουγγιών.
Οι υπολογισμοί γίνονται με τη βοήθεια των χαντρών που πιθανώς θα γλιστρούσαν πάνω-κάτω στα αυλάκια για να δείξουν την αξία κάθε στήλης.
Πριν από την εφεύρεση του κινεζικού άβακα, μετρικές ράβδοι, εγκοπές στα κόκαλα και άλλοι συμβολικοί μέθοδοι χρησιμοποιήθηκαν αναμφισβήτητα ως εργαλείο για την μέτρηση και τον υπολογισμό.
Ο άβακας των Κινέζων, σουαν παν, είναι σε γενικές γραμμές παρόμοιος με τον ρωμαϊκό, εν τούτοις έχει μια διαφορετική κατασκευή, και είχε ως σκοπό τη χρήση και του δεκαδικού και του δεκαεξαδικού συστήματος αρίθμησης.
Ο κινεζικός άβακας έχει περίπου
Οι κινεζικοί άβακες μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για άλλες λειτουργίες εκτός από τον υπολογισμό. Αντίθετα από τον απλό πίνακα που χρησιμοποιείται στα δημοτικά σχολεία, πολύ αποδοτικές τεχνικές έχουν αναπτυχθεί για επαγγελματικούς άβακες ώστε να κάνουν πρόσθεση, αφαίρεση, πολλαπλασιασμό, διαίρεση και υπολογισμό τετραγωνικής και κυβικής ρίζας με πολύ μεγάλη ταχύτητα.
Η αριθμητική χαντρών είναι η τεχνική υπολογισμού που χρησιμοποιούν οι διάφοροι τύποι αβάκων, και πιο συγκεκριμένα ο κινεζικός άβακας. Η ομοιότητα του ρωμαϊκού και του κινεζικού άβακα δίνει την εντύπωση ότι κάποιος θα μπορούσε να έχει αντιγράψει τον άλλο, δεδομένου ότι υπάρχουν κάποια στοιχεία εμπορικής σχέσης μεταξύ της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και της Κίνας. Εντούτοις, καμία άμεση σύνδεση δεν μπορεί να αποδειχθεί, και η ομοιότητα των αβάκων μπορεί να είναι συμπτωματική, μιας και οι δύο προκύπτουν τελικά από τον υπολογισμό με πέντε δάχτυλα ανά χέρι. Το ρωμαϊκό πρότυπο (όπως τα πιο σύγχρονα ιαπωνικά) έχει τέσσερις συν μια χάντρα ανά δεκαδική θέση, ενώ ο τυποποιημένος κινεζικός άβακας έχει πέντε συν δύο, επιτρέποντας την χρήση μεγαλύτερης ακρίβειας αριθμητικών αλγορίθμων, και δίνοντας επίσης τη δυνατότητα χρήσης του δεκαεξαδικού συστήματος αρίθμησης.
Αντί να μετακινούνται πάνω σε καλώδια όπως στα κινεζικά και ιαπωνικά πρότυπα, οι χάντρες των ρωμαϊκών αβάκων κινούνταν μέσα σε αυλάκια, πιθανώς καθιστώντας τους αριθμητικούς υπολογισμούς πολύ πιο αργούς. Ενδεχομένως ο ρωμαϊκός άβακας χρησιμοποιήθηκε πρώτιστα για τον απλό υπολογισμό. Σε έναν διαγωνισμό μεταξύ του κινεζικού άβακα και του ηλεκτρικού υπολογιστή στις 12 Νοεμβρίου, 1946, ο άβακας κέρδισε στα 4 από τα 5 τεστ που έγιναν.
Η θέση του ήλιου στον ουρανό ήταν από την αρχαιότητα η σημαντικότερη ένδειξη για την ώρα. Στην συνέχεια οι προσπάθειες για μεγαλύτερη ακρίβεια μας έδωσαν μια ενδιαφέρουσα σειρά ρολογιών και χρονομέτρων.
Από τις πρώτες προσπάθειες εύρεσης του χρόνου ήταν τα ηλιακά ρολόγια. Μία κάθετη ράβδος έριχνε την σκιά της σε μία επιφάνεια που είχε χωριστεί σε ίσα τμήματα και ανέφερε δίπλα σε κάθε ένα την ώρα. Τα ηλιακά ρολόγια ήταν αρκετά διαδεδομένα από το 3500 π.Χ.. Φτηνά κι εύκολα στην κατασκευή αλλά φυσικά δουλεύουνε μόνο σε ηλιοφάνεια. Ένα από τα παλιότερα βρέθηκε στην Αίγυπτο και χρονολογείται από το 800 π.Χ.
Μια άλλη συχνά χρησιμοποιούμενη μορφή αρχαίων χρονομέτρων αρκετά διαδεδομένη σε διάφορους πολιτισμούς, ήταν κεριά με χαραγμένες διαβαθμίσεις στο ύψος τους μέσω των οποίων μετρούσαν και τον χρόνο αγόρευσης στην αγορά και στα δικαστήρια.
Στην Κίνα εκτός από κεριά χρονομέτρησης χρησιμοποιούσαν και σκοινιά με κόμπους εμβαπτισμένα σε εύφλεκτο υλικό όπως ρετσίνι, κάτι σαν αρχαίο βραδύκαυστο φυτίλι. Το αργό κάψιμο του σκοινιού συνδυασμένο με τους κατά διαστήματα κόμπους επέτρεπε την μέτρηση του χρόνου.
Αρκετά ενδιαφέροντα και ειδικά για την εποχή τους είναι τα πρώτα ελληνικά ρολόγια που δούλευαν με νερό. Ο Αρχιμήδης και ο Κτησίβιος κατασκεύασαν αρκετά διαφορετικά μοντέλα. Χρησιμοποιούνταν για αρκετά χρόνια και βοήθησαν και τις τηλεπικοινωνίες για συγχρονισμό σε καθορισμένες ώρες της ημέρας.
Τα καλύτερα υδραυλικά ρολόγια δεν βασίζονταν απλά στην ροή του νερού μέσα από κάποιο στενό στόμιο αλλά λειτουργούσαν και με σταθερή πίεση του νερού σε ειδικά διαμορφωμένα δοχεία. Ιδιαίτερη προσοχή δινόταν στην ποιότητα και την ακρίβεια κατασκευής των στομίων απ' όπου έρεε το νερό.
Από τις απλούστερες μορφές χρονομέτρων ήταν οι κλεψύδρες που λειτουργούσαν είτε με άμμο είτε με νερό. Η χωρητικότητάς τους και η διάμετρος της οπής που επικοινωνούσαν τα δύο δοχεία καθόριζε τον χρόνο. Ο Πλάτωνας μάλιστα λέγεται ότι κατασκεύασε μια κλεψύδρα που λειτουργούσε και σαν ξυπνητήρι.
Σχεδόν στην κορυφή
του υπήρχε άγαλμα του Ποσειδώνα που με ένα μηχανισμό περιστρεφόταν και Εντυπωσιακή περίπτωση
ρολογιών περιγράφεται στον φάρο της Αλεξανδρείας. ανεβοκατέβαζε το χέρι του
δείχνοντας πάντα την θέση του Ήλιου.
Όλοι οι λαοί
ανέπτυξαν τα ημερολόγια τους και λόγω των εμφανών ατελειών τους χρησιμοποιούσαν
διάφορα συστήματα για διορθώσεις. Άλλοι βασίστηκαν σε παρατηρήσεις της σελήνης
και άλλοι διαίρεσαν τον χρόνο σε δώδεκα ίσα ή άνισα μέρη.
Σαν χρονολογίες εκκίνησης οι Έλληνες χρησιμοποίησαν την πρώτη Ολυμπιάδα (776
π.Χ.), οι Ρωμαίοι την κτίση της Ρώμης (753 π.Χ.), οι Αιγύπτιοι την δυναστεία
του Μένες, οι Ινδοί αρχικά από την «Saka Era» το 79 μ.Χ. και αργότερα με την
αναθεωρημένη «Saka Era 1879 Caitra 1» από τις 22 Μαρτίου 1957 μ.Χ., οι Κινέζοι
την δυναστεία του Χσία ξεκινώντας 2.698 χρόνια π.Χ., οι Σουμέριοι αντίστοιχο
κατάλογο βασιλέων, οι Ινδοί το έπος του Γιλγαμές, οι Χριστιανοί την γέννηση του
Χριστού, οι Μουσουλμάνοι την Εγίρα το 622 μ.Χ., οι Εβραίοι το 3.761 π.Χ. και οι
Μάγια το 3.113 π.Χ.
Το ημερολόγιο των
Μάγια ελάχιστα έμοιαζε με οποιαδήποτε άλλο γνωστό ημερολογιακό σύστημα άλλου
λαού. Οι Μάγια όπως, και οι πρόγονοί τους Ολμέκοι, χρησιμοποίησαν ένα εντελώς
ιδιαίτερο εικοσαδικό αριθμητικό σύστημα για την μέτρηση του χρόνου. Οι
μεταγενέστεροι Αζτέκοι απλά το διατήρησαν αλλά μάλλον σε πολιτισμική παρακμή
πια... Οι Μάγια είχαν εικοσαήμερο μήνα, 18 μήνες ετησίως (360 ημέρες) και μετά
συνεχίζοντας ανά εικοσάδες έφταναν στην μέγιστη μονάδα τους το «αλαούτουν» που
αντιπροσώπευε 23.040.000.000 ημέρες. Είχαν έναν ημερολογιακό κύκλο 52 χρόνων
που προέκυπτε από συνδυασμό δύο ημερολογίων τους του χαάμπ και του τσολκίν.
Επιγραφές που βρέθηκαν στην τοποθεσία Κιρίγκα αναφέρονται σε γεγονότα πριν από
90.000.000 χρόνια, άλλη επιγραφή αναφέρεται σε 400.000.000 χρόνια πριν!
Εντυπωσιακές μονάδες μέτρησης χρόνου που χρησιμοποιούσαν ήταν το Καλαμπτούν
57.600.000 ημέρες αλλά και το Κιντσιλιτούν με 1.152.000.000 ημέρες!
Σε μικρές μονάδες οι Μάγια χρησιμοποιούσαν για ώρα το 1/20
της ημέρας (1 ώρα και 12 λεπτά) και το αντίστοιχο λεπτό ήταν το 1/20
της ώρας τους δηλαδή 3,6 δικά μας λεπτά.
Εκτός απ' αυτά είχαν υπολογίσει το πραγματικό
ηλιακό έτος σε 365,242 ημέρες, το σεληνιακό έτος και το έτος της Αφροδίτης
(224,7 ημέρες). (Ας αναφέρουμε ότι σήμερα η τεχνολογική μας εξέλιξη μας
επιτρέπει να υπολογίζουμε το έτος σαν 365,2422 ημέρες!)
Παράλληλα με το κανονικό τους ημερολόγιο χρησιμοποιούσαν κι ένα δεύτερο με 13
μήνες των 20 ημερών δηλαδή 260 ημερών, κρατώντας ημερολόγιο που αντιστοιχεί με
τους κύκλους των ηλιακών κηλίδων που ακολουθούν τις ηλιακές μαγνητικές
μεταπτώσεις. (οφείλονται στην διαφορά ταχύτητας περιστροφής των πόλων σε σχέση
με τον ισημερινό του ήλιου) Το ημερολόγιο αυτό θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικό
μιας και οι μαγνητικές μεταπτώσεις της ηλιακής ακτινοβολίας μπορούσαν να
υπολογιστούν ή και να προβλεφθούν κάνοντας γνωστές τις επιδράσεις του πάνω
στους ανθρώπους.
Υπολόγισαν την διάρκεια κύκλου των ηλιακών κηλίδων σε 68.302 ημέρες. Μετά από
20 τέτοιες περιόδους υπάρχει αναστροφή μαγνητικού πεδίου.
Έτσι ήταν σε θέση να προβλέψουν την παρακμή τους μετά το 620 μ.Χ. όταν η έξαρση
των μαγνητικών κηλίδων οδήγησε σε παρατεταμένη ξηρασία στην περιοχή τους αλλά
και σε δραματική πτώση της ανθρώπινης γονιμότητας, παιδική θνησιμότητα κλπ.
Βάση του ίδιου συστήματος υπολογισμού η επόμενη μεγάλη μαγνητική αναταραχή του
μαγνητικού πεδίου του ήλιου που μπορεί να προκαλέσει εξίσου μεγάλη αντίδραση
στο γήινο μαγνητικό πεδίο (ίσως και με καταστρεπτικές συνέπειες) υπολογίζεται
από τους Μάγια το 2012. Ξεκίνησε το 3114 π.Χ. και με διάρκεια ενός «μπακτούν»
1.872.000 ημέρες θα τελειώσει το 2012.
Οι Μάγια γνώριζαν την ύπαρξη των εξωτερικότερων πλανητών του ηλιακού μας συστήματος Ουρανού και του Ποσειδώνα, ενώ οι αστρονόμοι του δικού μας πολιτισμού τους ανακαλύψανε το 1781 και 1846 αντίστοιχα.
Για την ασφαλή εκτέλεση των ταξιδιών οι
ναυτικοί ήταν υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούν ορισμένα ναυτικά όργανα για την
εφαρμογή των κανόνων της ναυσιπλοΐας. Ανάλογα με το μέγεθός τους, την κατηγορία
τους και την έκταση των ταξιδιών τους, τα πλοία ήταν εφοδιασμένα με τα
απαραίτητα ναυτικά όργανα. Τα πιο σημαντικά όργανα ήταν ο αστρολάβος, ο
εξάντας, η πυξίδα και η γυροπυξίδα. Άλλα σημαντικά όργανα ήταν το ανεμολόγιο,
το γυροσκόπιο, το δρομόμετρο, το βυθόμετρο κ.α. Ας δούμε όμως τη χρήση, τη
μορφή και την προέλευση των σημαντικότερων ναυτικών οργάνων.
Αστρολάβος
Ο αστρολάβος είναι όργανο που χρησιμοποιούνταν για να παρατηρηθούν τα
αστέρια και να προσδιοριστεί το ύψος τους επάνω στον ορίζοντα. Σύμφωνα με όσα
αναφέρουν οι αρχαίοι, ο αστρολάβος εφευρέθηκε τον 2ο π.X. αι. από τον Ίππαρχο.
Σύμφωνα με τον Πτολεμαίο ο αστρολάβος ήταν ένα είδος γεωγραφικού χάρτη. Στον
Μεσαίωνα ο αστρολάβος ήταν το κύριο όργανο ναυσιπλοΐας, αργότερα όμως
αντικαταστάθηκε από τον εξάντα. Ο ναυτικός αστρολάβος και ο παραπλήσιος
τεταρτοκυκλικός κατασκευάστηκαν για αποκλειστική χρήση επάνω στα πλοία και
μεθόδευαν την εύρεση του γεωγραφικού πλάτους στην ανοικτή θάλασσα με
αστρονομικό τρόπο.
Στην αρχαία μορφή του ο αστρολάβος αποτελούνταν από ένα ξύλινο δίσκο που ήταν
κρεμασμένος από έναν κρίκο. Στην άκρη του δίσκου ήταν χαραγμένες οι
υποδιαιρέσεις του κύκλου. Ακόμη, υπήρχε ένα σκόπευτρο το οποίο περιστρέφονταν
πάνω σε ένα κεντρικό άξονα με το οποίο μπορούσε κάποιος να σκοπεύσει τον ήλιο
και τα αστέρια. Με το πέρασμα του χρόνου οι αστρολάβοι εξελίχθηκαν. Έγιναν
μεταλλικοί και με αυτούς με αυτούς μπορούσες να προσδιορίσεις ακόμη και την
ώρα. Στις αρχές του 20ου ?? αιώνα είχαμε την εμφάνιση του πρισματικού
αστρολάβου που επέτρεπε την ανάκλαση των ακτινών ενός ουράνιου σώματος πάνω σε
υδραργυρική επιφάνεια και προσδιόριζε τη χρονική στιγμή που ο αστέρας έφθανε σε
ορισμένο ύψος πάνω από τον ορίζοντα.
Εξάντας
Ο εξάντας είναι όργανο που οι ναυτικοί το χρησιμοποιούσαν για να μετρήσουν
τα ύψη των ουράνιων σωμάτων από αεροσκάφη, διαστημόπλοια ή καταστρώματα πλοίων,
παρά τη μη σταθερότητα του παρατηρητή. Οι κυριότεροι τύποι εξάντων είναι
ο ναυτικός εξάντας και ο εξάντας φυσαλίδας, ο οποίος χρησιμοποιούνταν μόνο σε
αεροσκάφη. Ο ναυτικός εξάντας αντικατέστησε τον αστρολάβο και έγινε το κύριο
όργανο ναυσιπλοΐας. Με τη βοήθεια του ναυτικού εξάντα προσδιορίζονταν η γωνία
ανάμεσα στον υποτιθέμενο ορατό ορίζοντα και σ' ένα ουράνιο σώμα, που συνήθως
ήταν ο ήλιος.
Πυξίδα
Η πυξίδα είναι ναυτιλιακό όργανο που χρησιμεύει για τον προσανατολισμό
πλοίων, αεροσκαφών, ακόμη και χερσαίων οχημάτων, όταν αυτά κινούνται προς
άγνωστη κατεύθυνση.
Παραμένει ακόμη άγνωστος ο τόπος και ο χρόνος ανακάλυψης της πυξίδας, ενώ
άγνωστος είναι και ο χρόνος της πρώτης εφαρμογής της πυξίδας στη ναυτιλία.
Σύμφωνα όμως με όσα έχουν αναφερθεί, οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν τη μαγνητική
πυξίδα περί το 1100 μ.Χ., οι ναυτικοί της δυτικής Ευρώπης περί το 1187 μ.Χ., οι
Άραβες περί το 1220 μ.Χ. και οι Σκανδιναβοί περί το 1300 μ.Χ.. Η συσκευή
ενδέχεται να ανακαλύφθηκε είτε ανεξάρτητα από τη κάθε μια από τις παραπάνω
φυλές, είτε διαδόθηκε από τη μία στην άλλη.{ΝΑ ΔΙΑΓΡΑΦΕΙ}
Η πρώτη ναυτική πυξίδα απαρτίζονταν από μία μαγνητισμένη βελόνα η οποία ήταν
στερεωμένη σε μία ξύλινη σχίζα, που επέπλεε στο νερό μέσα σε μία λεκάνη.
Αργότερα η βελόνα προσαρμόστηκε σε έναν οβελίσκο που ήταν στερεωμένος στη βάση
ενός δοχείου. Η πυξίδα εξελίσσονταν με το πέρασμα του χρόνου και άλλαζε μορφές
για να φτάσει στη σύγχρονη μορφή της. Ανεξάρτητα πάντως από την οποιαδήποτε
μορφή της η πυξίδα ήταν το πιο χρήσιμο και αναγνωρίσιμο ναυτιλιακό όργανο έστω
και αν θεωρούνταν προβληματικό και ευπαθές.
Γυροπυξίδα
Η γυροπυξίδα είναι όργανο της ναυσιπλοΐας, που έχει ως βάση του το
γυροσκόπιο και χρησιμεύει για τον προσδιορισμό της διεύθυνσης του γεωγραφικού
βορρά.
Οι γυροπυξίδες εμφανίστηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα στα πολεμικά σκάφη,
συμπληρώνοντας ή αντικαθιστώντας τις μαγνητικές πυξίδες.
Η γυροπυξίδα αποτελείται από ένα γυροσκόπιο το οποίο είναι αναρτημένο από το
κέντρο βάρους και τροφοδοτούμενο με ηλεκτρικό ρεύμα για να περιστρέφεται με
πολύ μεγάλη ταχύτητα. Με τη βοήθεια ενός αντίβαρου το γυροσκόπιο διατηρεί την
οριζόντια θέση του, ενώ με τη βοήθεια ενός κατάλληλου συστήματος απόσβεσης
διατηρεί την κατεύθυνσή του προς το γεωγραφικό βορρά. Τέλος η γυροπυξίδα,
μπορεί με τη βοήθεια κάποιων συστημάτων διόρθωσης να βρίσκει το γεωγραφικό
πλάτος στο οποίο βρίσκεται το πλοίο καθώς και την ταχύτητα και τις επιταχύνσεις
που δέχεται το πλοίο.
Ανακαλύφθηκε σε
ναυάγιο ανοικτά του Ελληνικού νησιού Αντικύθηρα μεταξύ των Κυθήρων και της Κρήτης.
Χρονολογείται πριν από την ημερομηνία του ναυαγίου, το οποίο ενδέχεται να
συνέβη το 87 π.Χ. Η ιστορία της ανακάλυψης του
ξεκίνησε το Πάσχα του 1900 όταν καΐκι με Συμιακούς σφουγγαράδες
επέστρεφε στα Δωδεκάνησα από τα νερά της Λιβύης (ή της Τύνιδας) όπου είχαν πάει
να βουτήξουν. Στο ταξίδι του γυρισμού έπεσαν σε μια φοβερή φουρτούνα, που τους
ανάγκασε να παρακάμψουν και να δέσουν σε υπήνεμο όρμο των Αντικυθήρων μέχρι να
περάσει η αντάρα. Τις ημέρες που παρέμειναν εκεί, κάποιοι από τους σφουγγαράδες
αποφάσισαν να εξερευνήσουν τον βυθό της περιοχής. Ένας από αυτούς ανέβηκε
τρομοκρατημένος στο καΐκι για να αναφέρει στον καπετάνιο πως είδε το πόδι μιας
νεκρής γυναίκας. Βεβαίως, δεν επρόκειτο για μακάβριο εύρημα αλλά για τμήμα ενός
αγάλματος. Οι δύτες είχαν βρει κατά σύμπτωση ένα ρωμαϊκό ναυάγιο σε βάθος
Ανάμεσά τους ήταν και το περίεργο εύρημα: ένα κουτί (20x30x8 εκ.) με μπρούτζινα και ξύλινα μέρη που είχαν παραμορφωθεί από τη διάβρωση. Το 1902, ο αρχαιολόγος Στάης το εξέτασε με μεγαλύτερη προσοχή για να ανακαλύψει με έκπληξη ότι τα μεταλλικά μέρη του έχουν περίγραμμα οδοντωτών τροχών. Οι κατοπινοί ερευνητές διαφώνησαν σε πολλές περιπτώσεις μεταξύ τους αλλά όλοι ήταν σίγουροι ότι επρόκειτο για τον πιο σύνθετο μηχανισμό της αρχαιότητας που χρονολογείτο περίπου έναν αιώνα π.Χ., και ότι δεν είχε ανακαλυφθεί σε κανένα μέρος του κόσμου τίποτα παρόμοιο για τα επόμενα 1.300 χρόνια. Κανείς όμως δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα τι ήταν. Άλλωστε, οι μελετητές δεν είχαν ιδιαίτερα εξελιγμένα μέσα έρευνας και διά του γυμνού οφθαλμού ήταν εξαιρετικό παρακινδυνευμένο να βγάλουν συμπεράσματα.
Ο μηχανισμός είναι η αρχαιότερη σωζόμενη διάταξη με γρανάζια. Είναι φτιαγμένος από μπρούντζο σε ένα ξύλινο πλαίσιο και έχει προβληματίσει και συναρπάσει πολλούς ιστορικούς της επιστήμης και της τεχνολογίας αφότου ανακαλύφθηκε. Η πιο αποδεκτή θεωρία σχετικά με τη λειτουργία του υποστηρίζει ότι ήταν ένας αναλογικός υπολογιστής σχεδιασμένος για να υπολογίζει τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων. Πρόσφατες λειτουργικές ανακατασκευές της συσκευής υποστηρίζουν αυτήν την ανάλυση. Από τις πρόσφατες έρευνες καταρρίφθηκε η θεωρία ότι εμπεριέχει ένα διαφορικό γρανάζι, όμως ο ανακαλυφθέντας μηχανισμός της κίνησης της Σελήνης είναι ακόμα πιο εντυπωσιακός, καθότι δίνει τη δυνατότητα μεταβλητής γωνιακής ταχύτητας στον άξονα που κινεί τη Σελήνη. Με τη βοήθεια του τομογράφου (ειδικά κατασκευασμένου για αυτόν τον μηχανισμό) έχουν διαβαστεί αρκετές από τις επιγραφές που υπήρχαν στους περιστρεφόμενους δίσκους οι οποίες αφενός αφορούσαν ονόματα αστρονομικών σωμάτων και αφετέρου οδηγίες χρήσης του. Το Μηχανισμό μπορούμε να το φανταστούμε σαν ένα ξύλινο κουτί με τρία καντράν, σαν ρολόγια, το ένα στην πρόσθια όψη και τα δύο στην πίσω πλευρά. Ο οδοντωτός μηχανισμός (που μοιάζει με ένα καντράν ρολογιού) της πρόσθιας πλευράς, που δείχνει τις θέσεις του Ήλιου και της Σελήνης, είναι ένα ημερολόγιο 365 ημερών το οποίο έχει τη δυνατότητα να ρυθμιστεί για τα δίσεκτα έτη. Ο μηχανισμός στο πάνω μέρος της πίσω πλευράς αποτελείται από μια σπείρα 235 υποδιαιρέσεων και δείχνει τους 235 μήνες του Μετωνικού κύκλου (βαβυλωνιακής έμπνευσης).Ένας άλλος αρχαίος αστρονομικός κύκλος είναι ο Καλλιπικός κύκλος, που αντιπροσωπεύεται από ένα μικρότερο καντράν στο εσωτερικό του προηγουμένου. Οι υποδιαιρέσεις στο κάτω καντράν της πίσω πλευράς (223 σε μια σπείρα τεσσάρων στροφών) αποδεικνύουν ότι πρόκειται για την αναπαράσταση του κύκλου του Σάρου, ενώ το μικρό καντράν στο εσωτερικό του προηγουμένου αντιπροσωπεύει τον κύκλο του Εξελιγμού. Όσο για τους δείκτες των καντράν, μπορεί κανείς να τους φανταστεί σαν τις βελόνες των πικάπ.
Μέχρι τώρα
πιστεύαμε ότι είχε κατασκευαστεί γύρω στο 90 π.Χ. αλλά μετά την λεπτομερή
ανάλυση του, με ένα αξονικό τομογράφο βάρους 8 τόνων από την Αγγλία, βρήκαμε
ότι φτιάχτηκε μερικές δεκαετίες νωρίτερα, δηλαδή κοντά στο 125 π.Χ. Εκείνη την
εποχή μάλιστα δεν ζούσε άλλος μεγάλος αστρονόμος στον ελλαδικό χώρο εκτός από
τον Ίππαρχο, ο οποίος εκτός από αστρονόμος ήταν και μαθηματικός, γεωγράφος και
μετεωρολόγος. Έζησε μετά τον Αρχιμήδη, τον Αρίσταρχο, τον Απολλώνιο και τον
Ερατοσθένη.
Ήταν η ίδια εποχή, από το 161 π.Χ. μέχρι και το 126 π.Χ., που ο Ίππαρχος έκανε
πολλές παρατηρήσεις στη Βιθυνία, τη Ρόδο και την Αλεξάνδρεια. Στο έργο του αυτό
βοηθήθηκε από μια σειρά οργάνων που φαίνεται ότι ο ίδιος είχε επιμεληθεί την
κατασκευή τους και ήταν μεταξύ άλλων ο γνώμων, το ηλιορολόγιον, το υδρολόγιον,
η στερεά σφαίρα, η διόπτρα και ο αστρολάβος. Έτσι, ο Ίππαρχος παρουσιάζεται
εξαιτίας της σπουδαιότητας του πλήθους των ανακαλύψεών του ως ο κατεξοχήν
δημιουργός της επιστήμης της Αστρονομίας και ως ο μεγαλύτερος αστρονόμος
παρατηρητής όλων των εποχών. Ίσως λοιπόν και ο περίφημος Μηχανισμός των
Αντικυθήρων φτιάχτηκε από τον Ίππαρχο. Ο Ίππαρχος ειδικότερα ασχολήθηκε με τον
προσδιορισμό της διάρκειας του τροπικού έτους και με τη μέτρηση των ελλειπτικών
συντεταγμένων των απλανών αστέρων. Έτσι, οδηγήθηκε στη θεμελιώδους σημασίας
ανακάλυψη του φαινόμενου της μεταπτώσεως των ισημεριών, πάνω στο οποίο
στηρίζεται ολόκληρο το σημερινό οικοδόμημα της αστρονομικής θέσεως. Ο Κικέρων
(106-43 π.Χ.). πολιτικός και φιλόσοφος, είχε επισκεφτεί τη Ρόδο στα έτη 79-78
π.Χ. και έχει αναφερθεί σε ένα μηχανισμό όμοιο με αυτόν των Αντικυθήρων του Ποσειδώνειου
Απαμέα (135-50 π.Χ.), ενός αστρονόμου, γεωγράφου και γεωλόγου που ζούσε στη
Ρόδο. Γράφει ο Κικέρων: «Πρόσφατα κατασκεύασε
ο φίλος μας Ποσειδώνιος
μια συσκευή, η οποία σε κάθε περιστροφή αναπαράγει τις ίδιες κινήσεις του Ήλιου, της Σελήνης
και των πέντε πλανητών.» Ο στρατηγός Μάρκελλος, ο κατακτητής των Συρακουσών,
είχε μεταφέρει τους μηχανισμούς του Αρχιμήδη, μετά τη δολοφονία του τελευταίου,
και τους τοποθέτησε στον ναό της Αρετής στη Ρώμη, όπου παρέμειναν για μεγάλο
χρονικό διάστημα. Ο Ποσειδώνιος, στον οποίο γίνεται αναφορά από τον Κικέρωνα,
είχε ζήσει για ένα διάστημα στη Ρώμη ως πρέσβης της Ρόδου, και φαίνεται ότι
είχε μελετήσει τους μηχανισμούς του Αρχιμήδη, οπότε κατασκεύασε κάτι παρόμοιο.
Το 2005 συγκροτήθηκε μια διεπιστημονική ομάδα έρευνας η οποία. Αποτελείται από τον αστρονόμο Mike Edmunds και τον μαθηματικό Tony Freeth (Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ), τον αστρονόμο Ιωάννη Σειραδάκη (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), τον αστρονόμο Ξενοφώντα Μουσά, τον φυσικό, ειδικευμένο στην ανάλυση ιστορικών αντικειμένων, Ιωάννη Μπιτσάκη (Πανεπιστήμιο Αθηνών), τη δρα χημικό Ελένη Μάγκου και την αρχαιολόγο-μουσειολόγο Μαίρη Ζαφειροπούλου (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο). Καθοριστικό ρόλο στην ανάγνωση των επιγραφών έχει ο φιλόλογος και παλαιογράφος Αγαμέμνων Τσελίκας, από το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης απόψεις. Στόχος είναι στο τέλος να προκύψει η σωστή σύνθεση των αποτελεσμάτων σε κάθε τομέα έτσι ώστε να παρουσιαστεί η συνολική εικόνα των ερευνών. Από τους επιφανέστερους ερευνητές που ασχολήθηκαν με τον μηχανισμό ήταν ο Ντέρεκ ντε Σόλα Πράις με τη βοήθεια του πεπειραμένου επιστήμονα Χ. Καρακάλου από τον «Δημόκριτο» τη δεκαετία του ‘50. Ο Βρετανός μάλιστα είχε προχωρήσει και σε μια ανακατασκευή του αντικειμένου, της οποίας η ορθότητα αμφισβητήθηκε αργότερα. Άρθρα έγραψε πρόσφατα και ο επιστήμονας Μάικλ Ράιτ ο οποίος έχει εστιάσει το έργο του στην τεχνολογία που ανέπτυξαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Βυζαντινοί. Όσο δεν υπήρχε μια τεκμηριωμένη και συνολική απάντηση για το μυστηριώδες αντικείμενο, τόσο γίνονταν πιο ακραίες οι εκδοχές για τη φύση και την προέλευσή του. Άλλωστε ένας από τους ερευνητές που ενδιαφέρθηκε να μάθει περισσότερο για τον μηχανισμό ήταν και ο περίφημος Εριχ Φον Νταίνικεν που μιλούσε για εξωγήινους. Τον Σεπτέμβριο του 2005, το τμήμα έρευνας της Hewlett-Packard έστειλε στην Αθήνα ειδικευμένους επιστήμονες οι οποίοι ανέπτυξαν τον πρωτοποριακό μηχανισμό ψηφιακής απεικόνισης PTM Dome. Έτσι, έγινε δυνατή η επανεμφάνιση σχεδόν σβησμένων κειμένων και στοιχείων της επιφάνειας του μηχανισμού που δεν είναι ευδιάκριτα ακόμα και με τα καλύτερα συστήματα συμβατικής και ψηφιακής φωτογράφησης. Ένα μήνα αργότερα, η εταιρεία X-Tek έστειλε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο τον πρωτοποριακό τομογράφο Blade Runner, βάρους 8 τόνων. Ήταν ένα μηχάνημα που σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε μόνο και μόνο για τη συγκεκριμένη έρευνα, κόστους ενός εκατομμυρίου ευρώ. Ο ιδιοκτήτης της εταιρείας παθιάστηκε με το θέμα του μηχανισμού των Αντικυθήρων και προσέφερε δωρεάν τον τομογράφο. Η εξέταση αποκάλυψε άγνωστες πτυχές του εσωτερικού του μηχανισμού. Διαβάστηκαν για πρώτη φορά έπειτα από δύο χιλιάδες χρόνια επιγραφές το πάχος των οποίων δεν ξεπερνά το ένα δέκατο του χιλιοστού.
Η αδυναμία εποπτείας του γεωγραφικού χώρου οδήγησε από
πολύ νωρίς, ήδη από την παλαιολιθική εποχή,
στην επινόηση της αναπαράστασης του χώρου. Η αναπαράσταση αυτή
είχε ως πρακτικό αποτέλεσμα την επινόηση των χαρτών. Οι πρώτοι χάρτες πρέπει να εμφανίστηκαν πριν από τη γραφή. Φαίνεται ότι η δημιουργία του χάρτη είναι αποτέλεσμα της έμφυτης τάσης του ανθρώπου να
επικοινωνήσει με τους
συνανθρώπους του. Οι άνθρωποι ζώντας ως κυνηγοί και πολεμιστές μετακινούνταν πολύ στο χώρο και η
γνώση για διευθύνσεις και αποστάσεις ήταν σημαντική για την επιβίωση τους, γι’ αυτό, από πολύ παλιά, παρατηρείται η ανάπτυξη της χαρτογραφίας.
Οι κάτοικοι των νησιών
του Ειρηνικού Ωκεανού, αναπαριστώντας γραφικά τις πορείες τους μεταξύ
των νησιών, είχαν καταφέρει να επεκταθούν χωρικά σε μεγάλο
εύρος,
πριν οι Ευρωπαίοι φτάσουν στον Ειρηνικό. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον ανάμεσα
στους πρωτόγονους χάρτες παρουσιάζουν τα ναυτιλιακά διαγράμματα
των κατοίκων της Πολυνησίας, με τη μορφή
τοπολογικά οργανωμένων πλεγμάτων ξύλινων λεπτών ράβδων (νεύρα
φύλλων φοίνικα) στις οποίες εξαρτώνται κοχύλια.
Η διάταξη των ράβδων ήταν ενδεικτική των θαλασσίων κυμάτων
που δημιουργούνταν
από τους ανέμους, ενώ τα κοχύλια
αναπαριστούσαν τα νησιά. Για πολλά χρόνια οι
περίεργες αυτές κατασκευές αποτελούσαν γρίφο για τους ανθρωπολόγους.
Τα ναυτιλιακά αυτά διαγράμματα καταδεικνύουν ότι τα
προϊόντα δουλειάς των πρωτόγονων ανθρώπων δεν είναι απλοϊκά,
ο δε τρόπος απεικόνισης είναι, ίσως, πιο
σύνθετος από τον αντίστοιχο των σύγχρονων διαγραμμάτων.
Στην
Αίγυπτο,
από το 15ο αιώνα π.Χ.,
γίνεται συστηματική ταξινόμηση της περιγραφής και
αναπαράστασης του γεωγραφικού χώρου, κατά κλίμακες
(Λιβιεράτος
1998).
Προκύπτουν έτσι περιγραφές του Ουράνιου Σύμπαντος (Κοσμογραφία),
της Γης (Γεωγραφία), της Αιγύπτου (Χωρογραφία)
και περιγραφές του Νείλου και των διωρύγων του (Τοπογραφία).
Όλα τα παραπάνω τεκμηριώνονται σε σχέδια,
πρόδρομους των χαρτών. Η τοπογραφία,
για πρώτη φορά στην ιστορία, διεξάγεται στην Αίγυπτο,
στην κοιλάδα και το δέλτα του Νείλου. Ο Ραμσής Β’
(1333-1300 π.Χ.) άρχισε μια
συστηματική
τοπογράφηση της αυτοκρατορίας. Για διευκόλυνση της
επιβολής φόρων, έγιναν μετρήσεις με
σκοπό τον καθορισμό των εκτάσεων και των ορίων των ιδιοκτησιών.
Τα αποτελέσματα αυτών των εργασιών είχαν καταγραφεί και
πιστεύεται ότι είχαν αποδοθεί και σε χάρτες, που όμως
δεν έχουν σωθεί. Αιώνες αργότερα οι Έλληνες,
και ιδιαίτερα ο Ερατοσθένης, χρησιμοποίησαν
τις μετρήσεις
των Αιγυπτίων.
Βασική πηγή γνώσης για τη χαρτογραφία των Ελλήνων αποτελούν τα κείμενα
του Ηρόδοτου (410-355 π.Χ.) και
του Στράβωνα (68 π.Χ-20 μ.Χ.).
Ο Στράβων και οι Στωικοί φιλόσοφοι θεωρούν τον Όμηρο
εισηγητή της γεωγραφικής επιστήμης (από τον
8ο
αιώνα π.Χ.), έτσι όπως την εννοούσαν
οι Έλληνες, να περιλαμβάνει κείμενα
(λεκτικές
περιγραφές) και χάρτες (γραφικές περιγραφές).Ο
Όμηρος
στην Ιλιάδα περιγράφει τη γη επίπεδη, κυκλική,
να περιβάλλεται από τον ωκεανό. περιβάλλεται από τον ωκεανό. Κάτω από την επιφάνεια της γης
βρίσκονται ο Άδης και τα Τάρταρα. Από την περιφέρεια του ωκεανού
ξεκινά ο ουράνιος θόλος. Ο ήλιος, το φεγγάρι και τα αστέρια ανατέλλουν από τον ωκεανό, διαγράφουν ένα τόξο πάνω από τη
γη και βυθίζονται ξανά στη θάλασσα για να ολοκληρώσουν την πορεία τους. Η ατμόσφαιρα πάνω από τη γη είναι
πυκνή με σύννεφα
και ομίχλη αλλά
ψηλότερα βρίσκεται ο Αιθέρας.
Ταξίμετρο ονομαζόταν ένα ειδικό καροτσάκι που με συνδυασμό μηχανισμού γραναζιών και δεικτών κατάφερνε να μετράει με ακρίβεια την απόσταση που διένυε. Έμοιαζε σαν ένα τραπεζάκι με ρόδες που στην πάνω του επιφάνεια υπήρχαν περιστρεφόμενοι δείκτες που έδειχναν σε κατάλληλα βαθμονομημένη κλίμακα την διανυθείσα απόσταση. Θεωρείται εφεύρεση του Ήρωνα αν και δεν αποκλείεται να τελειοποιήθηκε απ' αυτόν. Πριν από αυτό για την μέτρηση μεγάλων αποστάσεων χρησιμοποιούταν οι βηματιστές, άτομα που μετρώντας τα βήματά τους υπολόγιζαν την συνολική απόσταση.
Ένας Κινέζος σοφός ο Τσένγκ Χάνγκ επινόησε το 132 π.Χ. μία συσκευή που είχε την δυνατότητα να εντοπίζει το επίκεντρο ενός σεισμού και να καταγράφει την έντασή του. Αυτή η εφεύρεση ήταν ένας από τους πρώτους σεισμογράφους. Ο συγκεκριμένος σεισμογράφος ήταν ένα μπρούτζινο σκεύος το οποίο περιείχε μεταλλικά σφαιρίδια. Τα κεφάλια των δράκων συνδέονταν με ένα βαρύ εκκρεμές στο εσωτερικό του σκεύους. Όταν η γη άρχιζε να τρέμει το πάνω μέρος του εκκρεμές απομακρυνόταν από το επίκεντρο του σεισμού. Καθώς το εκκρεμές μετατοπιζόταν ενεργοποιούσε έναν μηχανισμό που απελευθέρωνε μία ή περισσότερες σφαίρες από τα στόματα των δράκων. Αυτό σήμαινε ότι η κατεύθυνση του σεισμού βρισκόταν προς την αντίθετη πλευρά του κεφαλιού του δράκου από το οποίο προήλθε η μεταλλική σφαίρα. Ο τελικός αριθμός των μεταλλικών σφαιριδίων που έπεφταν φανέρωνε την ένταση του σεισμού.
¨ Internet: www.google.gr
¨ Ηλεκτρονική
Εγκυκλοπαίδεια «Παγκόσμια Ιστορία»